πάγκοινος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(30) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[πάγκοινος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο [[κοινός]] σε όλους (α. «πάγκοινη [[πανήγυρη]]» β. «[[πάγκοινος]] [[χώρα]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γνωστός]], ο [[φανερός]] σε όλους, κοινότατος, [[πασίγνωστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> κοινότατος, [[συνηθισμένος]], [[τετριμμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο μετέχουν όλοι («ἄν μὴ [[ἀνάγκη]] καταλάβῃ παγκοίνου στρατείας», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγκοίνως</i> και <i>πάγκοινα</i> (Α παγκοίνως)<br />κοινότατα, σε όλους («έγινε παγκοίνως γνωστό»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοινός]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[πάγκοινος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο [[κοινός]] σε όλους (α. «πάγκοινη [[πανήγυρη]]» β. «[[πάγκοινος]] [[χώρα]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γνωστός]], ο [[φανερός]] σε όλους, κοινότατος, [[πασίγνωστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> κοινότατος, [[συνηθισμένος]], [[τετριμμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο μετέχουν όλοι («ἄν μὴ [[ἀνάγκη]] καταλάβῃ παγκοίνου στρατείας», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγκοίνως</i> και <i>πάγκοινα</i> (Α παγκοίνως)<br />κοινότατα, σε όλους («έγινε παγκοίνως γνωστό»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοινός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πάγκοινος:''' -ον, [[κοινός]] σε όλους, σε Σοφ.· <i>Θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ</i>, δηλ. με θάνατο, σε Αισχύλ.· ἕν [[ἀπέχθημα]] πάγκοινον βροτοῖς, [[βδέλυγμα]] μισητό από όλη την [[ανθρωπότητα]], σε Ευρ.· [[πάγκοινος]] [[στάσις]], όλη η [[ομάδα]] μαζί, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A common to all, νοσήματα Hp.Aër.2, Gal.17(1).2; π. σοφισταί Poll.4.43: mostly poet., π. χώρα, of Olympia, Pi.O.6.63; παγκοίνοις . . Δηοῦς ἐν κόλποις, of Eleusis, S.Ant.1120 (lyr.); πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i.e. by death, A.Th.608; ἐξ Ἅιδου παγκοίνου λίμνας S.El. 138 (lyr.); ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, E. Tr.425; π. τέρας Pi.Pae.9.10; στάσις π. all the band together, A.Ch.458 (lyr.). Adv. -νως Man.4.506.
German (Pape)
[Seite 435] Allen gemeinsam, allgemein; χώρα, Pind. Ol. 6, 63; πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ 'δάμη, Aesch. Spt. 590; στάσις, Ch. 451; ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας, Soph. El. 136; παγκοίνοις Δηοῦς ἐν κόλποις, Ant. 1106; ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς, Eur. Troad. 825. – Adv. παγκοίνως, Maneth. 4, 506.
Greek (Liddell-Scott)
πάγκοινος: -ον, κοινὸς εἰς πάντας, κοινότατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, π. χώρα, ἡ Ὀλυμπία, Πινδ. Ο. 6. 107· παγκοίνοις .. Δηοῦς ἐν κόλποις, ἐπὶ τῆς Ἐλευσῖνος, Σοφ. Ἀντιγ. 1119· πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. τῷ θανάτῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 608· ἐξ Ἄιδου παγκοίνου λίμνας Σοφ. Ἠλ. 138· ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς, ἀπέχθημα κοινὸν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, Εὐρ. Τρῳ. 425· π. στάσις Αἰσχύλ. Χο. 459· Ἐπίρρ., -νως, Μανέθων 4. 506.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
commun à tous.
Étymologie: πᾶς, κοινός.
English (Slater)
πάγκοινος, -ον
1 open to all “δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” Olympia (O. 6.63) ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. that all have seen, viz. the eclipse of the sun at Thebes Πα. . 1. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός i. e. that all may hear fr. 188.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ πάγκοινος, -ον)
1. αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο κοινός σε όλους (α. «πάγκοινη πανήγυρη» β. «πάγκοινος χώρα», Πίνδ.)
2. ο γνωστός, ο φανερός σε όλους, κοινότατος, πασίγνωστος
νεοελλ.
μτφ. κοινότατος, συνηθισμένος, τετριμμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο μετέχουν όλοι («ἄν μὴ ἀνάγκη καταλάβῃ παγκοίνου στρατείας», Αισχύλ.).
επίρρ...
παγκοίνως και πάγκοινα (Α παγκοίνως)
κοινότατα, σε όλους («έγινε παγκοίνως γνωστό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κοινός.
Greek Monotonic
πάγκοινος: -ον, κοινός σε όλους, σε Σοφ.· Θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. με θάνατο, σε Αισχύλ.· ἕν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς, βδέλυγμα μισητό από όλη την ανθρωπότητα, σε Ευρ.· πάγκοινος στάσις, όλη η ομάδα μαζί, σε Αισχύλ.