πρόεσις: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έσεως, ἡ, ΜΑ [[προΐημι]]<br />[[εκροή]], [[έκχυση]] («ἐν τῇ προέσει τοῡ σπέρματος», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόρριψη]], [[εγκατάλειψη]].
|mltxt=-έσεως, ἡ, ΜΑ [[προΐημι]]<br />[[εκροή]], [[έκχυση]] («ἐν τῇ προέσει τοῡ σπέρματος», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[απόρριψη]], [[εγκατάλειψη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόεσις:''' ἡ (προΐημι), κβολή, [[εκροή]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόεσις Medium diacritics: πρόεσις Low diacritics: πρόεσις Capitals: ΠΡΟΕΣΙΣ
Transliteration A: próesis Transliteration B: proesis Transliteration C: proesis Beta Code: pro/esis

English (LSJ)

εως, ἡ, (προΐημι)

   A sending forth, emission, [τῶν ᾠῶν] Arist. HA550b12, cf. Ph.1.29, Gal.4.590; οὔρου, οὔρων, Arist.Pr.888b1, Aret. SD2.4; καταμηνίων, [περιττώματος], Arist.GA765b21, PA663a16, cf. Thphr.Metaph.29; φωνῆς voice-production, Anon.Epicureus Herc. 176p.39V.; π. ἐκ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.49U.: pl., δακρύων -έσεις Phld.Mort.25.    2 throwing away, opp. λῆψις, Arist.EN1107b12.

German (Pape)

[Seite 722] ἡ, das Fort- oder Heraussenden, Verschwenden, Arist. eth. 2, 7 u. sonst, im Gegensatz von λῆψις.

Greek (Liddell-Scott)

πρόεσις: ἡ, (προΐημι) ἐκβολή, ἐκροή, ἔκχυσις, τοῦ σπέρματος, τοῦ οὔρου, τῶν καταμηνίων, τοῦ περιττώματος, κτλ.· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, κ. ἄλλ. 2) ἀπόρριψις, ἀντίθετον τῷ λῆψις, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 2. 7, 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de laisser aller, de lâcher;
2 profusion, prodigalité.
Étymologie: προΐημι.

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, ΜΑ προΐημι
εκροή, έκχυση («ἐν τῇ προέσει τοῡ σπέρματος», Γαλ.)
αρχ.
απόρριψη, εγκατάλειψη.

Greek Monotonic

πρόεσις: ἡ (προΐημι), κβολή, εκροή, σε Αριστ.