προσεμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐμβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] ή [[τοποθετώ]] επιπροσθέτως [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «οὗτοι αὐτοί τε [[ὥσπερ]] εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾱς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «... καὶ κρίθινον [[πίτυρον]] προσεμβάλλουσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] επιπροσθέτως.
|mltxt=Α [[ἐμβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] ή [[τοποθετώ]] επιπροσθέτως [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «οὗτοι αὐτοί τε [[ὥσπερ]] εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾱς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «... καὶ κρίθινον [[πίτυρον]] προσεμβάλλουσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] επιπροσθέτως.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεμβάλλω:''' [[ρίχνω]] ή [[τοποθετώ]] [[παραδίπλα]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεμβάλλω Medium diacritics: προσεμβάλλω Low diacritics: προσεμβάλλω Capitals: ΠΡΟΣΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: prosembállō Transliteration B: prosemballō Transliteration C: prosemvallo Beta Code: prosemba/llw

English (LSJ)

   A throw or put into besides, Pl.Cra.439c; πίτυρον D.S. 3.14; φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Plu.Demetr.34; ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος D.C.43.31 codd., cf. PCair.Zen.244.1 (Pass.), 423 (Act. and Med., iii B.C.), Dsc.1.56, etc.    II intr., go into besides, Plu.2.751f(dub.l.).

German (Pape)

[Seite 759] (s. βάλλω), noch dazu hineinwerfen, hineinthun; Plat. Crat. 439 c; φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον, Plut. Demetr. 34; auch intr. (sc. ἑαυτόν), noch dazu hineindringen, amator. 5.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμβάλλω: ἐμβάλλω, ῥίπτω, ἢ θέτω ἐντὸς προσέτι, Πλάτ. Κρατ. 439C· φρουρὰν εἰς τὸ Μουσεῖον Πλουτ. Δημήτρ. 34· ἀγκύρας εἰς τὸ στόμα τοῦ λιμένος Δίων Κ. 43. 31, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσέρχομαι προσέτι, Πλούτ. 2. 751F.

French (Bailly abrégé)

1 tr. jeter en outre vers ou sur, avec εἰς et l’acc.;
2 intr. (s.e. ἑαυτόν) se jeter en outre sur.
Étymologie: πρός, ἐμβάλλω.

Greek Monolingual

Α ἐμβάλλω
1. ρίχνω ή τοποθετώ επιπροσθέτως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «οὗτοι αὐτοί τε ὥσπερ εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾱς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσι», Πλάτ.
β. «... καὶ κρίθινον πίτυρον προσεμβάλλουσιν», Διόδ.)
2. εισέρχομαι επιπροσθέτως.

Greek Monotonic

προσεμβάλλω: ρίχνω ή τοποθετώ παραδίπλα, σε Πλούτ.