πυλεών: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(35) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />(<b>λακων. τ.</b>) [[κόσμημα]] της κεφαλής ή [[στέφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λακωνική λ. με [[επίθημα]] -<i>εών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>εών</i>), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. [[πύλος]] και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>pula</i>-<i>k</i><i>ā</i><i>h</i> «[[ανατρίχιασμα]]» και <i>pulasti</i>(<i>n</i>)- «με [[ίσια]] μαλλιά», κουρδ. <i>p</i><i>ū</i><i>r</i> «μαλλιά», αρχ. ιρλ. <i>ul</i> «[[γενειάδα]]». Από τον ίδιο αμάρτυρο τ. [[πύλος]] έχει παραχθεί και η λ. <i>πύλιγγες</i> με έρρινο εκφραστικό [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> <i>θώμιγγες</i>, <i>λάιγγες</i>)]. | |mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />(<b>λακων. τ.</b>) [[κόσμημα]] της κεφαλής ή [[στέφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λακωνική λ. με [[επίθημα]] -<i>εών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>εών</i>), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. [[πύλος]] και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>pula</i>-<i>k</i><i>ā</i><i>h</i> «[[ανατρίχιασμα]]» και <i>pulasti</i>(<i>n</i>)- «με [[ίσια]] μαλλιά», κουρδ. <i>p</i><i>ū</i><i>r</i> «μαλλιά», αρχ. ιρλ. <i>ul</i> «[[γενειάδα]]». Από τον ίδιο αμάρτυρο τ. [[πύλος]] έχει παραχθεί και η λ. <i>πύλιγγες</i> με έρρινο εκφραστικό [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> <i>θώμιγγες</i>, <i>λάιγγες</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῠλεών:''' ῶνος ὁ Democr., Anth. = [[πυλών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A = πυλών, Democr.288*, Opp.C.3.419, AP5.241 (Eratosth.), 7.70 (Jul. Aegypt.), Nonn.D.3.136, etc. II Lacon. for a wreath, Alcm.16, Call.Fr.358, Pamphil. ap. Ath.15.678a.
German (Pape)
[Seite 817] ῶνος, ὁ, 1) = πυλών. – 2) (vielleicht von φύλλον) lakon. ein Kranz, nach Ath. XV, 678 a ὃν τῇ Ἥρᾳ περιτιθέασιν οἱ Λάκωνες; vgl. Alcm. ib. 681 a; Csilim. bei Poll. 5, 96; Hesych.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
(λακων. τ.) κόσμημα της κεφαλής ή στέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λακωνική λ. με επίθημα -εών (πρβλ. χαλκ-εών), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. πύλος και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pula-kāh «ανατρίχιασμα» και pulasti(n)- «με ίσια μαλλιά», κουρδ. pūr «μαλλιά», αρχ. ιρλ. ul «γενειάδα». Από τον ίδιο αμάρτυρο τ. πύλος έχει παραχθεί και η λ. πύλιγγες με έρρινο εκφραστικό επίθημα (πρβλ. θώμιγγες, λάιγγες)].
Russian (Dvoretsky)
πῠλεών: ῶνος ὁ Democr., Anth. = πυλών.