σκώληξ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
(37)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ηκος, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σκώληκας]].
|mltxt=-ηκος, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σκώληκας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκώληξ:''' -ηκος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[σκουλήκι]], Λατ. [[lumbricus]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τις νύμφες των εντόμων, σε Αριστοφ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκώληξ Medium diacritics: σκώληξ Low diacritics: σκώληξ Capitals: ΣΚΩΛΗΞ
Transliteration A: skṓlēx Transliteration B: skōlēx Transliteration C: skoliks Beta Code: skw/lhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ,

   A worm, esp. earthworm, ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς Il.13.654.    2 pl., grubs or larvae of insects, Ar.V.1111, Fr. 583, Nicopho 1, Thphr.HP8.10.4; ἐξ οὗ ὅλου ὅλον γίνεται τὸ ζῷον, opp. the egg (ᾠόν), Arist.HA489b8, cf. GA733a1, HA506a26, 551b2, al.    3 pl., worms in dung, in decayed matter, in trees and wood, Thphr.HP3.12.6, 5.4.4, etc.    4 metaph., οἱ κόλακές εἰσι . . οὐσίας σκώληκες Anaxil.33.1.    5 aerugo vermicularis, Dsc.5.79, Androm. ap.Gal.13.806.    II thread twisted from the distaff, Epig.7.    III Aeol. for κολόκυμα, Pl.Com.25, cf. Phryn.PS p.108 B., Hsch., Phot.    IV worm-shaped cake, Alciphr.Fr.6.    V heap of threshed corn, Hsch.

German (Pape)

[Seite 909] ηκος, ὁ, 1) der Wurm; ὥςτε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς, Il. 13, 654; vgl. Ar. Vesp. 1111; bes. der Spulwurm u. der Regenwurm, lumbricus; bei Phot. 26 a 37 der Seidenwurm. – Komisch der Faden, der vom Rocken gesponnen, gedreht wird, Epigen. bei Poll. 7, 29. – 2) nach Phryn. in B. A. 62 ἡ κωφὴ τῶν κυμάτων ἐπανάστασις τῆς θαλάσσης, von der wurmähnlichen Bewegung der Wellen; ib. 114 τὸ παυόμενον θαλάσσιον κῦμα καὶ ἀρχόμενον, aus Plat. com.; äol. = κολόκυμα. – 3) ein Haufen ausgedroschenes Getreides, ἄντλος. – 4) bei Alciphr. frg. 10 eine Art Kuchen von wurmförmiger Gestalt, zw.

Greek (Liddell-Scott)

σκώληξ: -ηκος, ὁ, «σκουλῆκι», μάλιστασκώληξ τῆς γῆς, Λατ. lumbricus, ὥστε σκώληξ ἐπὶ γαίης κεῖτο ταθεὶς Ἰλ. Ν. 654. 2) τὰ ἔμβρυα τῶν ἐντόμων, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀποσπ. 503, Νικοφῶν ἐν «Ἀφρ.» 1· ἐξ οὗ ὅλου ὅλον γίνεται τὸ ζῷον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ᾠόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5. 3, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 1, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2 κἑξ., κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ σκωλήκων τῶν ἐν τῇ κόπρῳ, ἐν σεσηπυίαις ὕλαις, ἐν δένδροις καὶ τῷ ξύλῳ, αὐτόθι 5. 19, 3., 9. 19, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 6, κτλ. 4) ἐν ζῴοις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 10, κ. ἀλλ. 5) ὁ μεταξοσκώληξ ἢ βόμβυξ, Εὐστ. Πονημάτ. 304. 70. 6) μεταφορ., οἱ κόλακές εἰσι.. οὐσίας σκώληκες Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙ. τὸ νῆμα τὸ ἐκ τῆς ἠλακάτης («ῥόκας») ἐξελισσόμενον, Ἐπιγέν. ἐν «Ποντ.» 1. ΙΙΙ. Αἰολ. ἀντὶ κολόκυμα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 8· πρβλ. Α. Β. 62. 20, Ἡσύχ., Φώτ. IV. πλακούντιον ἔχον τὸ σχῆμα σκώληκος, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 10. V. σωρὸς ἡλωνισμένου γεννήματος, ὡσαύτως ἄντλος, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ηκος (ὁ) :
1 ver de terre, spéc. ceux qui rongent les cadavres;
2 larve d’insecte.
Étymologie: R. Σκαρ, se mouvoir çà et là ; cf. σκαίρω, σκιρτάω.

English (Autenrieth)

ηκος: earth-worm, Il. 13.654†.

Spanish

gusano

English (Strong)

of uncertain derivation; a grub, maggot or earth-worm: worm.

English (Thayer)

σκωληκος, ὁ (perhaps akin to σκολιός), a worm (Homer, Iliad 13,654); specifically, that kind which preys upon dead bodies (Anthol. 7,480, 3; 10,78, 3): ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ, by a figure borrowed from σκώληξ symbolizing perhaps the loathsomeness of the penalty), T WH omit; Tr brackets these two verses),48.

Greek Monolingual

-ηκος, ὁ, ΜΑ
βλ. σκώληκας.

Greek Monotonic

σκώληξ: -ηκος, ὁ,
1. σκουλήκι, Λατ. lumbricus, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για τις νύμφες των εντόμων, σε Αριστοφ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).