σκώπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[χλευάζω]], [[κοροϊδεύω]] («τὰς Λακωνικὰς μάχαιρας εἰς τὴν [[μικρότητα]] σκώπτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με καλή σημ.) [[αστεΐζομαι]] με κάποιον, [[πειράζω]]<br /><b>2.</b> λέω αστεία, [[είμαι]] [[αστείος]]<br /><b>3.</b> λέω [[λόγια]] μικρής σημασίας, δεν λέω σπουδαία [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η [[αναγωγή]] του ρ. στη λ. [[σκώψ]], λόγω του διαπεραστικού και [[επομένως]] σκωπτικού, χλευαστικού βλέμματος της γλαύκας (<b>βλ. λ.</b> [[σκώψ]]). Η [[σύνδεση]] με τα ρ. [[σκέπτομαι]], [[σκάπτω]], η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή από μορφολογική [[άποψη]], προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[χλευάζω]], [[κοροϊδεύω]] («τὰς Λακωνικὰς μάχαιρας εἰς τὴν [[μικρότητα]] σκώπτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με καλή σημ.) [[αστεΐζομαι]] με κάποιον, [[πειράζω]]<br /><b>2.</b> λέω αστεία, [[είμαι]] [[αστείος]]<br /><b>3.</b> λέω [[λόγια]] μικρής σημασίας, δεν λέω σπουδαία [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η [[αναγωγή]] του ρ. στη λ. [[σκώψ]], λόγω του διαπεραστικού και [[επομένως]] σκωπτικού, χλευαστικού βλέμματος της γλαύκας (<b>βλ. λ.</b> [[σκώψ]]). Η [[σύνδεση]] με τα ρ. [[σκέπτομαι]], [[σκάπτω]], η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή από μορφολογική [[άποψη]], προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκώπτω:''' μέλ. <i>σκώψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσκωψα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσκώφθην</i>, παρακ. <i>ἔσκωμμαι</i>· <b>1. α)</b> [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], [[χαριεντίζομαι]], [[χλευάζω]], σε Αριστοφ.· επίσης, [[σκώπτω]] εἰς τὰ ῥάκια, [[περιγελώ]] τα κουρέλια του, στον ίδ.· <i>εἴς τινα</i>, σε Αισχίν. <b>β)</b> με θετική [[σημασία]], [[αστειεύομαι]] με, <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[πειράζω]], [[αστειεύομαι]], είμαι [[αστείος]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκώπτω Medium diacritics: σκώπτω Low diacritics: σκώπτω Capitals: ΣΚΩΠΤΩ
Transliteration A: skṓptō Transliteration B: skōptō Transliteration C: skopto Beta Code: skw/ptw

English (LSJ)

Ar.Pl.973, etc. (not in Hom., but

   A παρα- h.Cer.203): fut. σκώψομαι Ar.Ach.854, whence Elmsl. restores σκώψει for -ῃς in Nu. 296: aor. 1 ἔσκωψα Hdt.2.121.δ, Pl.Men.80a, etc.:—Med., aor. ἐσκωψάμην Alciphr.3.57:—Pass., aor. ἐσκώφθην X.Cyr.5.2.18: pf. ἔσκωμμαι, imper. ἐσκώφθω (ἀπ-) Luc.Bacch.8:—mock, jeer, scoff at, τινας Ar.Nu.540,992, Ra.421, etc.; σ. τὴν μανίαν τινός Id.Nu.350, cf. Pax 745; τινὰ τῆς ἀμεριμνίας for his want of thought, Ach.Tat.1.7; τινὰ εἰς μαλακίαν D.18.245; τὰς Λακωνικὰς μαχαίρας εἰς τὴν μικρότητα Plu.Lyc.19; also σ. ἐς τὰ ῥάκια jest at them, Ar.Pax 740; εἴς τινα Aeschin.2.41 (v.l.); πρός τινα Pl.Thg.125e:—Pass., to be mocked, Nicol.Com.1.31.    b in good sense, joke with, τινα Hdt.2.121.δ.    2 abs., jest, joke, Cratin.308, Ar.Eq.525, Nu.296, etc.; σκώψαντα εἰπεῖν X.Cyr.1.3.8; σ. καὶ κωμῳδεῖν Ar.Pl.557; σ. ἀγροίκως Id.V.1320; χλευάζειν καὶ σ. Arist.Rh.1379a29; ὥσπερ Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν according to the joke of An., Id.EN1152a22; to be in fun, opp. to be in earnest, E.Cyc.675, X.Smp.9.5: sts. in a good sense, εὖ σκώπτειν Arist.EN1128a25; ἐμμελῶς σ. Id.Rh.1381a36. (Cf. σκώψ fin.)

German (Pape)

[Seite 909] fut. σκώψομαι, Elmsl. Ar. Ach. 278. 844, auch σκώψω, Nubb. 296, vgl. Reisig comm. crit. de Soph. O. C. 398, – spotten, scherzen; Eur. Cycl. 671; Ar. Equ. 523 Nubb. 979 u. öfter; εἴς τινα, Hegesand. bei Ath. X, 444 d; εἰς ἑαυτόν, Aesch. 2, 41; σκώπτεις τὸν λόγον ἡμῶν, verspotten, Plat. Phaedr. 264 e; πάλαι σκώπτεις καὶ παίζεις πρός με, Theag. 125 e; εἰ δεῖ τι καὶ σκῶψαι, Men. 80 a; Xen. Cyr. 1, 3, 8. 5, 2, 18; äffen, nachahmen, οὐ σκώπτοντας δέ, ἀλλ' ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας, Conv. 9, 5.

Greek (Liddell-Scott)

σκώπτω: μέλλ. σκώψομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 854, ὅθεν ὁ Elmsl. (278) διορθοῖ σκώψει ἀντὶ -εις ἐν Νεφ. 296· ἀόρ. α΄ ἔσκωψα Ἡρόδ., Ἀττ. - Μέσ. ἀόρ. ἐσκωψάμην Ἀλκίφρ. 3. 57. - Παθ., ἀόρ. ἐσκώφθην Ξεν. Κύρ. 5. 2, 18· πρκμ. ἔσκωμμαι. προστακτ. ἐσκώφθω (ἀπ-) Λουκ. Διόνυσος 8· (ἴδε ἐν λέξ. σκώψ). Περιπαίζω, ἐμπαίζω, περιγελῶ τινα, τινὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 540, 992, Βάτρ. 417, κτλ.· σκ. τὴν μανίαν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 350, πρβλ. Εἰρ. 745· τινὰ τῆς ἀμεριμνίας, διὰ τὴν ἀπερισκεψίαν του, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 7· τινὰ εἴς τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 19· ὡσαύτως, σκ. εἰς τὰ ῥάκια, ἀστεΐζομαι πρὸς αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 740· εἴς τινα Αἰσχίν. 33. 30· πρός τινα Πλάτ. Θεάγ. 125Ε.
β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀστεΐζομαι μετά τινος, παίζω ἐν λόγοις, «πειράζω», τινὰ Ἡρόδ. 2. 121, 4. - Παθ., γίνομαι ἀντικείμενον ἀστεϊσμῶν ἢ περιγέλωτος, Νικόλ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 31. 2) ἀπολ., ἀστεΐζομαι, λέγω ἀστεῖα, εἶμαι ἀστεῖος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 152, Ἀριστοφ. Ἱππ. 525, Νεφ. 296, κτλ.· σκώψαντα εἰπεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· σκ. καὶ κωμῳδεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 557· σκ. ἀγροίκως ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1320· χλευάζειν καὶ σκ. Ἀριστοφ. Ρητ. 3. 2, 12· ὥσπερ Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν, κατὰ τὸν ἀστεϊσμὸν τοῦ Ἀναξ., ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 11, 3· - ἀστεΐζομαι, λέγω ἀστεῖα, ἀντίθετον τῷ σπουδάζω, Εὐρ. Κύκλ. 675, Ξεν. Συμπ. 9, 5· ἐνίοτε ἐπὶ θετικῶς καλῆς σημασίας, εὖ σκώπτειν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 8, 7· ἐμμελῶς σκ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 4, 13.- Καθ’ Ἡσύχ.: «γελοιάζει, παίζει, ληρεῖ».

French (Bailly abrégé)

f. σκώψω et σκώψομαι, ao. ἔσκωψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσκώφθην, pf. ἔσκωμμαι;
1 railler, se moquer : τινα, εἴς τινα de qqn ; τι de qch ; τινα εἴς τι ou τι εἴς τι railler qqn ou qch de qch;
2 plaisanter, badiner;
Moy. σκώπτομαι m. sign.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω («τὰς Λακωνικὰς μάχαιρας εἰς τὴν μικρότητα σκώπτειν», Πλούτ.)
αρχ.
1. (με καλή σημ.) αστεΐζομαι με κάποιον, πειράζω
2. λέω αστεία, είμαι αστείος
3. λέω λόγια μικρής σημασίας, δεν λέω σπουδαία λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η αναγωγή του ρ. στη λ. σκώψ, λόγω του διαπεραστικού και επομένως σκωπτικού, χλευαστικού βλέμματος της γλαύκας (βλ. λ. σκώψ). Η σύνδεση με τα ρ. σκέπτομαι, σκάπτω, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή από μορφολογική άποψη, προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

σκώπτω: μέλ. σκώψομαι, αόρ. αʹ ἔσκωψα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσκώφθην, παρακ. ἔσκωμμαι· 1. α) περιπαίζω, περιγελώ, χαριεντίζομαι, χλευάζω, σε Αριστοφ.· επίσης, σκώπτω εἰς τὰ ῥάκια, περιγελώ τα κουρέλια του, στον ίδ.· εἴς τινα, σε Αισχίν. β) με θετική σημασία, αστειεύομαι με, τινά, σε Ηρόδ.
2. απόλ., πειράζω, αστειεύομαι, είμαι αστείος, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.