φορμίσκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />υποκορ. του [[φορμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορμός]] «πλεκτό [[σκεύος]], [[καλάθι]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />υποκορ. του [[φορμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορμός]] «πλεκτό [[σκεύος]], [[καλάθι]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φορμίσκος:''' ὁ, = το προηγ., σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμίσκος Medium diacritics: φορμίσκος Low diacritics: φορμίσκος Capitals: ΦΟΡΜΙΣΚΟΣ
Transliteration A: phormískos Transliteration B: phormiskos Transliteration C: formiskos Beta Code: formi/skos

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Pl.Ly.206e, EM798.51.

German (Pape)

[Seite 1300] ὁ, dim. von φορμός, Plat. Lys. 206 e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petite corbeille, petit panier.
Étymologie: dim. de φορμίς.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποκορ. του φορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ὀβελ-ίσκος)].

Greek Monotonic

φορμίσκος: ὁ, = το προηγ., σε Πλάτ.