ὑπερτρέχω: Difference between revisions
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
(43) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[τρέχω]]<br /><b>1.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον στο [[τρέξιμο]]<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]] («πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ' ὑπερδράμω;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]]<br /><b>4.</b> [[παραβλέπω]]<br /><b>5.</b> [[παραβαίνω]] («καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε», Οππ.). | |mltxt=Α [[τρέχω]]<br /><b>1.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον στο [[τρέξιμο]]<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]] («πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ' ὑπερδράμω;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]]<br /><b>4.</b> [[παραβλέπω]]<br /><b>5.</b> [[παραβαίνω]] («καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε», Οππ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] πάνω από ή πέρα από, [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]], με αιτ., σε Θέογν., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπερέχω]], [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]], <i>τινά</i>, σε Ευρ.· απόλ., [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπερβαίνω]], [[παραβαίνω]] τον νόμο, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -δρᾰμοῦμαι, and in Philetaer.3 (s. v.l.) -δραμῶ: aor. -έδρᾰμον: cf. ὑπερθέω:—
A run over or beyond, outrun, escape from, ἄκρην πενίην Thgn.620. 2 prevail against, ὥστε . . θεῶν νόμιμα . . θνητὸν ὄνθ' ὑπερδραμεῖν S.Ant.455; πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ' ὑπερδράμω; E.Ion973, cf. Hel.1524; ἢν δ' αὖ κρατηθῆς καὶ τὰ τοῦδ' ὑπερδράμῃ if . . his fortune prevail, Id.Ph.578. 3 excel, surpass, εἰ θεὰς ὑπερδράμοι κάλλει Id.Tr.930, cf. Philetaer.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, καὶ παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 3 -δραμῶ· ἀόρ. -εδρᾰμον· πρβλ. ὑπερθέω. Τρέχω ὑπεράνω ἢ πέραν, ἐκφεύγω, διαφεύγω τι, πενίην Θέογν. 620· πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ’ ὑπερδράμω; Εὐρ. Ἴων 973. πρβλ. Ἑλ. 1524. 2) ὑπερέχω, ὑπερβαίνω, εἰ θεὰς ὑπερδράμοι κάλλει ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 930, πρβλ. Φιλέταιρον ἔνθ’ ἀνωτ.· ἤν δ’ αὖ κρατηθῇς καὶ τὰ τοῦδ’ ὑπερδράμῃ, ἂν ἡ τύχη σου ὑπερισχύσῃ, Εὐρ. Φοιν. 578. ΙΙ. ὑπερβαίνω, παραβαίνω, ὥστε... θεῶν νόμιμα... θνητὸν ὄνθ’ ὑπερδραμεῖν Σοφ. Ἀντιγ. 455.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερδραμοῦμαι, ao.2 ὑπερέδραμον, etc.
transgresser, violer, acc..
Étymologie: ὑπέρ, τρέχω.
Greek Monolingual
Α τρέχω
1. ξεπερνώ κάποιον στο τρέξιμο
2. διαφεύγω («πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ' ὑπερδράμω;», Ευρ.)
3. υπερέχω, υπερτερώ
4. παραβλέπω
5. παραβαίνω («καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε», Οππ.).
Greek Monotonic
ὑπερτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον·
I. 1. τρέχω πάνω από ή πέρα από, διαφεύγω, ξεφεύγω, με αιτ., σε Θέογν., Ευρ.
2. υπερέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ, τινά, σε Ευρ.· απόλ., επικρατώ, κυριαρχώ, στον ίδ.
II. υπερβαίνω, παραβαίνω τον νόμο, σε Σοφ.