υποχωρώ: Difference between revisions
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
(44) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὑποχωρῶ, -έω, ΝΜΑ [[χωρῶ]]<br />αποσύρομαι [[προς]] τα [[πίσω]], [[οπισθοδρομώ]], [[οπισθοχωρώ]] («ὡς [[εἶδον]] τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]] ή [[πτώση]] («το [[έδαφος]] υποχώρησε [[κάτω]] από τα πόδια τους»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για [[φαινόμενο]] ή [[κατάσταση]]) [[χάνω]] την [[ένταση]] ή την [[δριμύτητα]] μου («η [[κακοκαιρία]] άρχισε να υποχωρεί»)<br />β) [[συγκατανεύω]], συμβιβάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> [[αποφεύγω]]<br /><b>3.</b> [[παραχωρώ]], [[παραδίδω]] [[κάτι]] («τὴν δεσποτείαν | |mltxt=ὑποχωρῶ, -έω, ΝΜΑ [[χωρῶ]]<br />αποσύρομαι [[προς]] τα [[πίσω]], [[οπισθοδρομώ]], [[οπισθοχωρώ]] («ὡς [[εἶδον]] τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]] ή [[πτώση]] («το [[έδαφος]] υποχώρησε [[κάτω]] από τα πόδια τους»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για [[φαινόμενο]] ή [[κατάσταση]]) [[χάνω]] την [[ένταση]] ή την [[δριμύτητα]] μου («η [[κακοκαιρία]] άρχισε να υποχωρεί»)<br />β) [[συγκατανεύω]], συμβιβάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> [[αποφεύγω]]<br /><b>3.</b> [[παραχωρώ]], [[παραδίδω]] [[κάτι]] («τὴν δεσποτείαν αὐτοῖς ὑπεχώρησεν», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[συνεχίζω]] [[σταθερά]]<br /><b>5.</b> [[εξέρχομαι]] [[αποκάτω]] ως [[ὑποχώρημα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὑποχωρῶ τινί τινος» — [[φεύγω]], αποσύρομαι από [[κάτι]] παραχωρώντας το σε κάποιον [[άλλο]] ως [[ένδειξη]] σεβασμού και [[τιμής]] (<b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 28 March 2021
Greek Monolingual
ὑποχωρῶ, -έω, ΝΜΑ χωρῶ
αποσύρομαι προς τα πίσω, οπισθοδρομώ, οπισθοχωρώ («ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», Θουκ.)
νεοελλ.
1. υφίσταμαι καθίζηση ή πτώση («το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους»)
2. μτφ. α) (για φαινόμενο ή κατάσταση) χάνω την ένταση ή την δριμύτητα μου («η κακοκαιρία άρχισε να υποχωρεί»)
β) συγκατανεύω, συμβιβάζομαι
αρχ.
1. αποχωρώ, απομακρύνομαι
2. αποφεύγω
3. παραχωρώ, παραδίδω κάτι («τὴν δεσποτείαν αὐτοῖς ὑπεχώρησεν», πάπ.)
4. συνεχίζω σταθερά
5. εξέρχομαι αποκάτω ως ὑποχώρημα
6. φρ. «ὑποχωρῶ τινί τινος» — φεύγω, αποσύρομαι από κάτι παραχωρώντας το σε κάποιον άλλο ως ένδειξη σεβασμού και τιμής (Αριστοφ.).