ἀνολολύζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνολολύζω:''' μέλ. <i>-ύξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κραυγάζω]] [[δυνατά]], [[φωνάζω]] (με [[χαρά]]), σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[θρηνώ]] μεγαλοφώνως, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με Ενεργ. [[σημασία]], [[εξεγείρω]] μέσω βακχικών κραυγών, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνολολύζω:''' μέλ. <i>-ύξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κραυγάζω]] [[δυνατά]], [[φωνάζω]] (με [[χαρά]]), σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[θρηνώ]] μεγαλοφώνως, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με Ενεργ. [[σημασία]], [[εξεγείρω]] μέσω βακχικών κραυγών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνολολύζω:''' <b class="num">1)</b> издавать ликующие возгласы, радостно восклицать Trag., Plut., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> горестно вопить, оплакивать (τινά Soph., Luc.): βοὴν ἀ. Eur. поднимать крик;<br /><b class="num">3)</b> оглашать или возбуждать (вакхическими) воплями (Θήβας Eur.).
}}
}}

Revision as of 12:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνολολύζω Medium diacritics: ἀνολολύζω Low diacritics: ανολολύζω Capitals: ΑΝΟΛΟΛΥΖΩ
Transliteration A: anololýzō Transliteration B: anololyzō Transliteration C: anololyzo Beta Code: a)nololu/zw

English (LSJ)

   A cry aloud, shout aloud, ἀνωλόλυξα χαρᾶς ὕπο A.Ag. 587, cf. Simon.148.2, S.Tr.205, E.Med.1173, etc.    2 c. acc., bewail loudly, S.El.750: but c. acc. cogn., βοὴν ἀ. E.Tr.1000.    II causal, excite by Bacchic cries, πρώτας δὲ Θήβας . . ἀνωλόλυξα Id.Ba.24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνολολύζω: μέλλ. -ύξω, κράζω μεγαλοφώνως, ἰσχυρῶς φωνάζω, ἐκπέμπω ἰσχυρὸν καὶ διαρκῆ ἦχον ἐκ τοῦ λάρυγγος, ὡς ποιοῦσιν ἔτι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Συρίᾳ πρὸς ἔνδειξιν μεγάλης χαρᾶς ἢ λύπης: - ἀνωλόλυξα ... χαρᾶς ὕπο Αἰσχύλ. Ἀγ. 587, πρβλ. Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 13. 28, Σοφ. Τρ. 205, Εὐρ. Μήδ. 1173, κτλ.· πρβλ. ὀλολύζω, ὀλολυγή. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Σοφ. Ἠλ. 750· μετὰ συστοίχου αἰτ., ἐπικαλοῦμαι μεγαλοφώνως βοήθειαν, ἢ ποίαν βοὴν ἀνωλόλυξας Εὐρ. Τρῳ. 1000. ΙΙ. μετὰ ἐνεργ. σημασίας, ἐξεγείρω διὰ βακχικῶν κραυγῶν, πρώτας δὲ Θήβας ... ἀνωλόλυξα ὁ αὐτ. Βάκχ. 24.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνωλόλυξα;
pousser de grands cris de joie ou de douleur ; se lamenter sur, acc..
Étymologie: ἀνά, ὀλολύζω.

Spanish (DGE)

I en sent. relig., de mujeres
1 gritar, lanzar un grito ritual de mujeres, Clitemestra a la caída de Troya ἀνωλόλυξα ... χαρᾶς ὕπο A.A.587, cf. Antigen.Lyr.2, δόξασά που ἢ Πανὸς ὀργὰς ἤ τινος θεῶν μολεῖν, ἀνωλόλυξε ... εἶτ' ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς μέγαν κωκυτόν pensando que esta rabia venía de Pan o de algún otro dios, elevó el grito ritual ... después lanzó un largo grito de terror, que hizo eco al grito ritual E.Med.1173.
2 fact. hacer lanzar el grito ritual πρώτας δὲ Θήβας ... ἀνωλόλυξα E.Ba.24.
II en gener.
1 gritar c. ac. int. βοὴν ἀ. lanzar un grito de socorro E.Tr.1000, λαμπρὸν ἀ. lanzar un grito de júbilo Plu.2.768d, Polyaen.8.39, μέγα ἀ. X.Eph.1.11.5, abs. X.Eph.5.13.3.
2 llorar a gritos τὸν νεανίαν S.El.750.

Greek Monolingual

ἀνολολύζω (Α) ολολύζω
Ι. (μτβ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά
II. (μτβ.)
1. θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον
2. ζητώ με κραυγές τη βοήθεια κάποιου
3. εξεγείρω με βακχικές κραυγές.

Greek Monotonic

ἀνολολύζω: μέλ. -ύξω,
I. 1. κραυγάζω δυνατά, φωνάζω (με χαρά), σε Τραγ.
2. με αιτ., θρηνώ μεγαλοφώνως, σε Σοφ.
II. με Ενεργ. σημασία, εξεγείρω μέσω βακχικών κραυγών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνολολύζω: 1) издавать ликующие возгласы, радостно восклицать Trag., Plut., Anth.;
2) горестно вопить, оплакивать (τινά Soph., Luc.): βοὴν ἀ. Eur. поднимать крик;
3) оглашать или возбуждать (вакхическими) воплями (Θήβας Eur.).