τηλίκος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηλίκος:''' [ῐ], -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[τόσος]] στην [[ηλικία]], τόσο [[νέος]] ή τόσο ηλικιωμένος, συσχ. του [[ἡλίκος]], σε Όμηρ.· με απαρ., <i>οὐ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν τηλίκοις</i>, δεν είμαι τόσο [[νέος]], ώστε να [[μένω]] [[σπίτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> τόσο [[μεγάλος]], Λατ. [[tantus]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τηλίκος:''' [ῐ], -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[τόσος]] στην [[ηλικία]], τόσο [[νέος]] ή τόσο ηλικιωμένος, συσχ. του [[ἡλίκος]], σε Όμηρ.· με απαρ., <i>οὐ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν τηλίκοις</i>, δεν είμαι τόσο [[νέος]], ώστε να [[μένω]] [[σπίτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> τόσο [[μεγάλος]], Λατ. [[tantus]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηλίκος:''' (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> в таком возрасте, стольких лет от роду: [[μνῆσαι]] πατρὸς [[σοῖο]], τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]] Hom. вспомни о своем отце, таком же старике, как и я;<br /><b class="num">2)</b> столь большой или сильный (τὸ [[φρύαγμα]] τὸ τηλίκον Anth.).
}}
}}

Revision as of 04:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλίκος Medium diacritics: τηλίκος Low diacritics: τηλίκος Capitals: ΤΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: tēlíkos Transliteration B: tēlikos Transliteration C: tilikos Beta Code: thli/kos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, Dor. τᾱλίκος,

   A of such an age, so old or so young, answering to relat. ἡλίκος and interrog. πηλίκος (τηλικόσδε, τηλικοῦτος being used in Att.); used with relatives, πατρὸς . . τηλίκου ὥς περ ἐγών Il.24.487; so perh. παῖς τ., ὃν . . Od.18.175: c. inf., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί not so young as to stay at home, 17.20, cf. 1.297, 10.88; οὔ τοι τ. εἰμὶ μαθεῖν Thgn.578: Sup. -ώτατος,= πρεσβύτατος, Hsch.    II so great, τὸν τ. AP7.2.9 (Antip. Sid.); ὄνομα ib.7.11.4 (Asclep.); φρύαγμα τὸ τ. ib.10.64.1 (Agath.). Adv. -κως Aristaenet.2.9 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1106] dor. ταλίκος (verwandt mit τῆλις, talis), entsprechend dem fragenden πηλίκος, so alt, in solchem Alter, sowohl von geringerm, als von sehr hohem Alter; so jung, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί, Od. 1, 297. 19, 88; so alt, Il. 24, 487; ἤδη γάρ τοι παῖς τηλίκος, Od. 18, 175; c. int., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί, Od. 17, 20; Theogn. 578; übh. so groß, so stark.

Greek (Liddell-Scott)

τηλίκος: [ῐ], -η, -ον, τόσος τὴν ἡλικίαν, τόσον νέος ἢ τόσον ἡλικιωμένος, συσχετικὸν τῷ ἡλίκος καὶ τῷ ἐρωτ. πηλίκος, Ὀδ. Α. 297, καὶ μεταγεν. Ἐπικ, (τὰ δὲ τηλικόσδε, τηλικοῦτος ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) ὡσαύτως μετ’ ἄλλων ἀναφορικῶν, μνῆσαι πατρὸς σοῖο, ..., τηλίκου ὥσπερ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ Ἰλ. Ω. 487· ἤδη μὲν γάρ τοι παῖς τηλίκος, ὃν σὺ μάλιστα ἠρῶ ἀθανάτοισι γενειήσαντα ἰδέσθαι Ὀδ. Σ. 175· - μετ’ ἀπαρ., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί, δὲν εἶμαι τόσον νέος, ὥστε νὰ μένω οἴκοι, Ρ. 200, πρβλ. Α. 297., Τ. 88· οὐ γὰρ τ. εἰμὶ μαθεῖν Θέογν. 578. ΙΙ. τόσον μέγας, Λατ. tantus, φρύαγμα τὸ τηλίκον Ἀνθ. Π. 10, 64. - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὑπερθετ. -ώτατος, πρεσβύτατος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cet âge :
1 aussi âgé;
2 aussi jeune.
Étymologie: *τηλός, -ικος.

English (Autenrieth)

of such an age, so old or so young, of the right age.

Greek Monolingual

-η, -ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ταλίκος, Α
τόσο μεγάλος, τόσο ισχυρός ή τόσο εντυπωσιακός (α. «εἰ δ' ὀλίγα κρύπτω τὸν ταλίκον», Ανθ. Παλ.
β. «τηλίκον κάλλος», Κίνναμ.)
αρχ.
τόσο μεγάλος στην ηλικία, τόσο ηλικιωμένος ή τόσο νέος (α. «πατρὸς... τηλίκου ὥσπερ ἐγών», Ομ. Ιλ.
β. «οὔτοι τηλίκος εἰμὶ μαθεῑν», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αντων. τηλίκος, συσχετική τών αντων. ἡλίκος και πηλίκος, έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (πρβλ. IE tod < ρίζα το-, τα-, τιο-, βλ. λ. ο, η, το) με καταληκτικό στοιχείο -αλ(ι)- (πρβλ. λατ. talis, qualis «τόσος, όσος») και κατάλ. -(ι)κος (βλ. και λ. ηλίκος)].

Greek Monotonic

τηλίκος: [ῐ], -η, -ον,
I. τόσος στην ηλικία, τόσο νέος ή τόσο ηλικιωμένος, συσχ. του ἡλίκος, σε Όμηρ.· με απαρ., οὐ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν τηλίκοις, δεν είμαι τόσο νέος, ώστε να μένω σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.
II. τόσο μεγάλος, Λατ. tantus, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τηλίκος: (ῐ)
1) в таком возрасте, стольких лет от роду: μνῆσαι πατρὸς σοῖο, τηλίκου ὥσπερ ἐγών Hom. вспомни о своем отце, таком же старике, как и я;
2) столь большой или сильный (τὸ φρύαγμα τὸ τηλίκον Anth.).