ἐπισκηνόω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καταλύω]] σε [[τόπο]]· μεταφ., [[μένω]], [[διαμένω]], [[κατοικώ]] [[εντός]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐπισκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καταλύω]] σε [[τόπο]]· μεταφ., [[μένω]], [[διαμένω]], [[κατοικώ]] [[εντός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισκηνόω:''' <b class="num">1)</b> быть расквартированным, жить (ταῖς οἰκίαις и ἐπὶ τὰς οἰκίας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> перен. обитать, находиться ([[ἵνα]] ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ [[δύναμις]] NT).
}}
}}

Revision as of 20:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκηνόω Medium diacritics: ἐπισκηνόω Low diacritics: επισκηνόω Capitals: ΕΠΙΣΚΗΝΟΩ
Transliteration A: episkēnóō Transliteration B: episkēnoō Transliteration C: episkinoo Beta Code: e)piskhno/w

English (LSJ)

   A to be quartered in, ταῖς οἰκίαις Plb.4.72.1; ἐπὶ τὰς οἰκίας ib.18.8: metaph., dwell upon, ἡ δύναμις ἐ. ἐπί τινα 2 Ep.Cor.12.9.

German (Pape)

[Seite 978] in ein Zelt, ins Quartier gehen, einkehren, ταῖς οἰκίαις Pol. 4, 72, 1, ἐπὶ τὰς οἰκίας 4, 18, 8, wie ἐπί τινα, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκηνόω: καταλύω, ἐπισκηνώσαντες ἐπὶ ταῖς οἰκίαις Πολύβ. 4. 18, 8· ταῖς οἰκίαις ἐπισκηνώσαντες αὐτόθι 72. 1· μεταφ., ἵν’ ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔλθῃ νὰ κατοικήσῃ ἐν ἐμοί, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιβ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 prendre ses quartiers, se cantonner dans;
2 poser sa tente sur, résider;
3 faire des préparatifs ; se préparer.
Étymologie: ἐπί, σκηνόω.

English (Strong)

from ἐπί and σκηνόω; to tent upon, i.e. (figuratively) abide with : rest upon.

English (Thayer)

ἐπισκήνω: 1st aorist ἐπεσκηνωσα; to fix a tent or habitation on: ἐπί τάς οἰκίας, to take possession of and live in the houses (of the citizens), Polybius 4,18, 8; ταῖς οἰκίαις, 4,72, 1; tropically, ἐπί τινα, of the power of Christ descending upon one, working within him and giving him help (A. V. rest upon), 2 Corinthians 12:9.

Greek Monotonic

ἐπισκηνόω: μέλ. -ώσω, καταλύω σε τόπο· μεταφ., μένω, διαμένω, κατοικώ εντός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκηνόω: 1) быть расквартированным, жить (ταῖς οἰκίαις и ἐπὶ τὰς οἰκίας Polyb.);
2) перен. обитать, находиться (ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις NT).