ἐπικαμπή: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαμπή:''' ἡ ([[ἐπικάμπτω]]), [[κλίση]], [[καμπή]], [[στροφή]] ή [[γωνία]] κτιρίου, σε Ηρόδ.· <i>ἐπ. ποιεῖσθαι</i>, παρατάσσουν το στράτευμά τους γωνιωδώς, δηλ. με τις πτέρυγες (με τα [[άκρα]]) να σχηματίζουν γωνίες με το [[κέντρο]], έτσι ώστε να μπορούν να προσβάλλουν τον εχθρό κι από τις [[δύο]] πλευρές, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπικαμπή:''' ἡ ([[ἐπικάμπτω]]), [[κλίση]], [[καμπή]], [[στροφή]] ή [[γωνία]] κτιρίου, σε Ηρόδ.· <i>ἐπ. ποιεῖσθαι</i>, παρατάσσουν το στράτευμά τους γωνιωδώς, δηλ. με τις πτέρυγες (με τα [[άκρα]]) να σχηματίζουν γωνίες με το [[κέντρο]], έτσι ώστε να μπορούν να προσβάλλουν τον εχθρό κι από τις [[δύο]] πλευρές, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικαμπή:''' ἡ<b class="num">1)</b> изгиб, излом (τοῦ τείχους Her.);<br /><b class="num">2)</b> воен. дугообразный строй: ἐπικαμπὴν ποιεῖσθαι Xen. построить войско полукругом (для охватывающего маневра).
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαμπή Medium diacritics: ἐπικαμπή Low diacritics: επικαμπή Capitals: ΕΠΙΚΑΜΠΗ
Transliteration A: epikampḗ Transliteration B: epikampē Transliteration C: epikampi Beta Code: e)pikamph/

English (LSJ)

ἡ,

   A bend, return or angle of a building, Hdt.1.180 (pl.), IG22.1666B54.    2. ἐ. ποιεῖσθαι draw up their army angular-wise, i.e. with the wings thrown forward at an angle with the centre, so as to take the enemy in flank, X.Cyr.7.1.6; ἐς ἐ. τάττειν Arr.An.2.9.2, cf. 3.12.2.

German (Pape)

[Seite 945] ἡ, die Umbiegung, Her. 1, 180; gebogene Aufstellung der Heerflügel in der Schlacht, Xen. Cyr. 7, 1, 6; Arr. An. 2, 8, 9. 3, 12, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retour ou angle d’une construction;
2 courbe d’une armée déployée en fer à cheval.
Étymologie: ἐπικάμπτω.

Greek Monolingual

η (Α ἐπικαμπή) επικάμπτω
1. κάμψη, κύρτωμα, λύγισμα
2. η γωνία που σχηματίζεται με την κάμψη
3. στρ. η λοξή ή κάθετη προς το μέτωπο διάταξη προς τα πίσω ενός στρατεύματος ή μιας οχυρώσεως, που αποβλέπει στην προάσπιση από εχθρική πλευρική προσβολή
4. ναυτ. η καμπύλη γραμμή στην οποία τελειώνει το κάτω μέρος του φάλκη
αρχ.
1. το μέρος του τείχους ή άλλου οικοδομήματος, που κάμπτεται από ένα σημείο και εκτείνεται προς τα μέσα
2. είδος στρατιωτικού ελιγμού τών αρχαίων, κατά τον οποίο τα κέρατα της παρατάξεως προεκτεινόμενα και από τις δύο πλευρές σχημάτιζαν γωνία με το κέντρο της φάλαγγας, ώστε να προσβάλλεται ο εχθρός και από τις δύο πλευρές.

Greek Monotonic

ἐπικαμπή: ἡ (ἐπικάμπτω), κλίση, καμπή, στροφή ή γωνία κτιρίου, σε Ηρόδ.· ἐπ. ποιεῖσθαι, παρατάσσουν το στράτευμά τους γωνιωδώς, δηλ. με τις πτέρυγες (με τα άκρα) να σχηματίζουν γωνίες με το κέντρο, έτσι ώστε να μπορούν να προσβάλλουν τον εχθρό κι από τις δύο πλευρές, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαμπή:1) изгиб, излом (τοῦ τείχους Her.);
2) воен. дугообразный строй: ἐπικαμπὴν ποιεῖσθαι Xen. построить войско полукругом (для охватывающего маневра).