προτέρω: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προτέρω:''' επίρρ. (από πρόθ. [[πρό]], όπως το [[ἀπωτέρω]] από πρόθ. ἀπό), [[παραπέρα]], [[περαιτέρω]], σε Όμηρ.· καὶ νύ κε δὴ [[προτέρω]] ἔτ' [[ἔρις]] γένετ', η [[έριδα]] θα προχωρούσε [[περαιτέρω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''προτέρω:''' επίρρ. (από πρόθ. [[πρό]], όπως το [[ἀπωτέρω]] από πρόθ. ἀπό), [[παραπέρα]], [[περαιτέρω]], σε Όμηρ.· καὶ νύ κε δὴ [[προτέρω]] ἔτ' [[ἔρις]] γένετ', η [[έριδα]] θα προχωρούσε [[περαιτέρω]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προτέρω:''' adv. вперед, дальше ([[βήμεναι]] Hom.): π. ἔτ᾽ [[ἔρις]] γένετ᾽ ἀμφοτέροισιν Hom. еще дальше зашла бы ссора между обоими. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A further, forwards, ἴθυσαν δὲ πολὺ π. Il.4.507; τὼ δὲ βάτην π. 9.192; ἀλλ' ἕπεο π. 18.387; μερμήριξε δ' . . ἢ π . . . διώκοι 5.672; μαίεσθαι π. Od.14.356; ἔτι π. Il.23.526, Od.5.417; καί νύ κε δὴ π. ἔτ' ἔρις γένετ' the quarrel would have gone further, Il.23.490; ἦ πῄ με π. ἄξεις; wilt thou carry me further away? 3.400; ἔτ' οὐ π. no further, no more, A.R.1.919: c. gen. loci, D.P.923. II of Time, sooner, Call.Dian.72.
German (Pape)
[Seite 792] adv. von πρότερος, od. unmittelbar von πρό, wie ἀπωτέρω von ἀπό gebildet, weiter vor, vorwärts, weiterhin; ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω, Il. 4, 507; διώκειν, 5, 672; ἄγειν, u. sonst bei Ver- bis der Bewegung; auch πῆ με προτέρω πολίων ἄξεις, 3, 400; ἔρις προτέρω γένετο, der Streit ging weiter, wurde heftiger, 23, 490; u. sp. D., ἔτι προτέρω τετιημένοι ἰσχανόωντο Ap. Rh. 2, 864, τῶν μὲν ἔτ' οὐ προτέρω μυθήσομαι 1, 919. – Auch von der Zeit, früher, vormals, Callim. Dian. 72.
Greek (Liddell-Scott)
προτέρω: Ἐπίρρ. (ἐκ τῆς προθ. πρό, ὡς τὸ ἀπωτέρω ἐκ τῆς ἀπό), προσωτέρω, παραπέρα, παρεμπρός, περαιτέρω, ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω Ἰλ. Δ. 507· τὼ δὲ βάτην πρ. Ι. 192· ἀλλ’ ἕπεο πρ. Σ. 387· μερμήριξε δ’... ἢ προτέρω διώκοι Ε. 672· μαίεσθαι πρ. Ὀδ. Ξ. 356· ἔτι πρ. Ἰλ. Ψ. 528, Ὀδ. Ε. 417· καὶ νύ κε δὴ προτέρω ἔτ’ ἔρις γένετ’, ἡ ἔρις θὰ ἔβαινε περαιτέρω, Ἰλ. Ψ. 490· ἦ με προτέρω ἄξεις; Γ.400· οὐ πρ., οὐχὶ περαιτέρω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 919· - μετὰ γεν. τόπου, Διον. Π. 923. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτέρω· εἰς τοὔμπροσθεν», (πρβλ. Ὀδ. Ι. 64). ΙΙ ἐπὶ χρόνου, σὺ δὲ προτέρω περ, ἔτι τριέτηρος ἐοῦσα Καλλ. εἰς Ἄρτ. 72. 2) = πρότερον, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec idée de lieu plus en avant.
Étymologie: πρότερος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. πρότερος.
Greek Monotonic
προτέρω: επίρρ. (από πρόθ. πρό, όπως το ἀπωτέρω από πρόθ. ἀπό), παραπέρα, περαιτέρω, σε Όμηρ.· καὶ νύ κε δὴ προτέρω ἔτ' ἔρις γένετ', η έριδα θα προχωρούσε περαιτέρω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
προτέρω: adv. вперед, дальше (βήμεναι Hom.): π. ἔτ᾽ ἔρις γένετ᾽ ἀμφοτέροισιν Hom. еще дальше зашла бы ссора между обоими.