βούβρωστις: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βούβρωστις:''' -εως, ἡ (βι-βρώσκω), [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]· μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[δυστυχία]], [[αθλιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''βούβρωστις:''' -εως, ἡ (βι-βρώσκω), [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]· μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[δυστυχία]], [[αθλιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βούβρωστις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> неутолимый голод (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);<br /><b class="num">2)</b> перен. крайняя нужда, беда (κακὴ β. Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ravenous appetite, Opp.H.2.208, Call. Cer.103, AP11.379 (Agath.): famine, Epigr. Gr.793.3: in Hom. only metaph., grinding poverty or misery, Il.24.532 (but expld. by Sch. as = οἶστρος).
German (Pape)
[Seite 455] εως, ἡ, Heißhunger, großer Hunger, große Noth, Elend, Hom. einmal, Iliad. 24, 532 vom Unglücklichen καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει; sp. D., wie Nic. Fh. 785; Opp. H. 2, 208; Agath. 74 (XI, 379).
Greek (Liddell-Scott)
βούβρωστις: -εως, ἡ, μεγάλη πεῖνα, βουλιμία, Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. βούλιμος·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα πενία, ἀνάγκη, δυστυχία, ἀθλιότης, Ἰλ. Ω. 532.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
nécessité pressante, infortune.
Étymologie: βου-, βιβρώσκω.
English (Autenrieth)
(βοῦς, βιβρώσκω): ravenous hunger, Il. 24.532†.
Greek Monolingual
βούβρωστις, η (Α)
1. μεγάλη πείνα, βουλιμία
2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ' τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του Καλλίμαχου καθώς και στους Νίκανδρο, Οππιανό και Αγαθία η λ. σημαίνει «μεγάλη πείνα», ενώ μαρτυρείται και ότι η Βούβρωστις ήταν θεότητα προς τιμήν της οποίας θυσιαζόταν ταύρος. Ως α' συνθετικό της λ. θεωρείται το επιτατικό μόρφημα βου- (< βους) (πρβλ. βούλιμος, βούπεινα), ενώ για το β' συνθετικό υποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα θηλ. ουσ. βρώστις (< βιβρώσκω), πιθ. κατά το συνών. νήστις. Κατ' άλλην άποψη, η λ. βούβρωστις < βουβρώς τις «είδος αλογόμυγας» με αρχική σημ. «αυτή που καταβροχθίζει βόδια», ενώ η σημ. «μεγάλη πείνα» ήταν μτγν. και προήλθε από παρανόηση].
Greek Monotonic
βούβρωστις: -εως, ἡ (βι-βρώσκω), μεγάλη πείνα, βουλιμία· μεταφ., καταθλίβουσα πενία, δυστυχία, αθλιότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
βούβρωστις: εως ἡ1) неутолимый голод (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);
2) перен. крайняя нужда, беда (κακὴ β. Hom.).