βρῖθος: Difference between revisions
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρῖθος:''' -εος, τό (βρῑθύς), [[βάρος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''βρῖθος:''' -εος, τό (βρῑθύς), [[βάρος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρῖθος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> груз, кладь (τῶν [[νεῶν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вес ([[μεῖζον]] β. ἔχειν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> бремя, тяжесть (τῶν ἀτυχημάτων Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:59, 31 December 2018
English (LSJ)
εος, τό,
A weight, Hp.Mul.1.48, E.Tr.1050, Plu.Marc.15; τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Arist.EN 1101a29.
German (Pape)
[Seite 464] τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρῖθος: -εος, τό, βάρος, Ἱππ. 609. 15, Εὐρ. Τρῳ. 1050· τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρ. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
ion. εος, att. ους (τό) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: cf. βριθύς, βρίθω.
Spanish (DGE)
-εος, τό
peso β. γίνεται ἐν τῇσι μέτρῃσι Hp.Mul.1.48, μεῖζον β. ἢ πάροιθ' ἔχει; ¿pesa más que antes? ref. a Helena, E.Tr.1050, τὸ τῆς κύστεως β. Mnesith.Ath.51.19, δραχμάων τρίφατον δεκάδος ... β. Nic.Th.102, μηδενὸς ὅλως τὸ β. στέγοντος de las piedras lanzadas como proyectiles, Plu.Marc.15
•fig. τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον algunas de las desgracias tienen un peso e influencia en la vida Arist.EN 1101a29.
Greek Monolingual
βρῑθος, το (Α)
βάρος, φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής
αρχ.
αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής
νεοελλ.
αλσοβριθής, ανθοβριθής, ανθρακοβριθής, ανθρωποβριθής, αραχνοβριθής, αστεροβριθής, βιβλιοβριθής, εντομοβριθής, κοσμοβριθής, κονιορτοβριθής, μαργαριτοβριθής, μικροβιοβριθής, χαλαζοβριθής, χαλικοβριθής, χαριτοβριθής, χορτοβριθής].
Greek Monotonic
βρῖθος: -εος, τό (βρῑθύς), βάρος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βρῖθος: εος τό
1) груз, кладь (τῶν νεῶν Plut.);
2) вес (μεῖζον β. ἔχειν Eur.);
3) бремя, тяжесть (τῶν ἀτυχημάτων Arst.).