κλίσιον: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλίσιον:''' [κλῐ], τό ([[κλίνω]]), βοηθητικά κτίσματα γύρω από [[καλύβα]] βοσκού, παραρτήματα, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''κλίσιον:''' [κλῐ], τό ([[κλίνω]]), βοηθητικά κτίσματα γύρω από [[καλύβα]] βοσκού, παραρτήματα, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλίσιον:''' <b class="num">I</b> или [[κλείσιον]] (ῐσ) τό помещение для прислуги, людская Hom.<br /><b class="num">II</b> (ῑσ) τό [[κλείω]] I]<br /><b class="num">1)</b> хижина, лачуга, барак Plut., Lys.;<br /><b class="num">2)</b> притон Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A outbuildings round a κλισία or herdsman's cot, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ Od.24.208 (glossed by προστῷον, Ameriasap.Ael.Dion.Fr.231); dub. sens. in IG11(2).156A38, 49 (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1455] τό, att. κλῖσίον, Draco p. 57, 19 (u. deshalb auch κλείσιον geschrieben; von den Alten zum Theil von κλείω abgeleitet, s. κλισιάς; es kommt aber wie κλισία von κλίνω); Wirthschaftsgebäude, Wohnung für das Hausgesinde u. Stallung für das Vieh, welche Gebäude rund um das Herrnhaus herumgebau't waren, vgl. Od. 24, 207 u. Schol. zu Il. 9, 90, wie Poll. 4, 125; bei den Attikern übh. schlechtes Häuschen, Hütte, im Ggstz zu den ordentlichen Wohnhäusern, Lys. 12, 18; bei Dem. 18, 129, wo die v. l. κλεισίον u. κλησίον, = οἴκημα. Bei Paus. 4, 1, 7 cella.
Greek (Liddell-Scott)
κλίσιον: κλῐ, τό, (κλίνω), περίπτερον περὶ κλισίαν καὶ οἰκετικὸς οἶκος εὐτελής, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ Ὀδ. Ω. 208, ἴδε Σχόλ. εἰς Ὅμ., καὶ Θησ. Στ. ἐν λέξ.
French (Bailly abrégé)
1ου (τό) :
habitation des esclaves près de celle du maître.
Étymologie: κλισία.
2ου (τό) :
lieu clos :
1 maison modeste, non ouverte à tout venant;
2 misérable hutte;
3 mauvais lieu.
Étymologie: κλείω.
English (Autenrieth)
(κλίνω): an adjoining building for servants, etc., Od. 24.208†.
Greek Monolingual
κλίσιον, τὸ (Α)
φτωχική κατοικία η οποία βρισκόταν κοντά στην κατοικία κάποιου και στην οποία έμεναν οι δούλοι του με τις οικογένειές τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλισία.
Greek Monotonic
κλίσιον: [κλῐ], τό (κλίνω), βοηθητικά κτίσματα γύρω από καλύβα βοσκού, παραρτήματα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κλίσιον: I или κλείσιον (ῐσ) τό помещение для прислуги, людская Hom.
II (ῑσ) τό κλείω I]
1) хижина, лачуга, барак Plut., Lys.;
2) притон Dem.