γίγγλυμος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γίγγλῠμος:''' ή γιγγλυμός, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[αρμός]], [[άρθρωση]], [[κλείδωση]]·<br /><b class="num">2.</b> [[σύνδεσμος]], [[άρθρωση]] στο θώρακα, σε Ξεν. | |lsmtext='''γίγγλῠμος:''' ή γιγγλυμός, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[αρμός]], [[άρθρωση]], [[κλείδωση]]·<br /><b class="num">2.</b> [[σύνδεσμος]], [[άρθρωση]] στο θώρακα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γίγγλυμος:''' и γιγγλυμός ὁ<br /><b class="num">1)</b> паз, стык (τοῦ θώρακος πτέρυγες ἐν γιγγλύμοις προσθεταί Xen.);<br /><b class="num">2)</b> анат. сочленение Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
( γιγγλυμός, Hsch.), ὁ,
A hinge, οἷον εἰ γ. Hp.Loc.Hom.6, cf. Apollod.Poliorc.190.1: hence a species of joint, Arist.de An.433b22, Gal.2.735. 2 metal pivot or gudgeon on which a door turns, = στρόφιγξ, IG4.1484.74 (Epid.), 11(2).165.15 (Delos, iii B. C.):— written γλυμός, ib.142.49 (an engraver's error). 3 joint in a coat of mail, X.Eq.12.6. 4 clasp, buckle, J.AJ3.6.3,4. 5 mode of kissing, Hsch.
German (Pape)
[Seite 491] ὁ (schlechtere Betonung, ιγγλυμός), Vergliederung, wo etwas Hervorstehendes in eine Vertiefung eingreift, vgl. Arist. de anim. 3, 10; Knochengelenk, Medic.; die Gelenke des Panzers, Xen. de re equ. 12, 6; die Thürangeln, VLL.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. charnière;
II. p. anal. 1 articulation des membres;
2 emboîture d’une cuirasse.
Étymologie: DELG t. techn. sans étym.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γιγλ- I.AI 3.121, 130
• Grafía: graf. γλυμός IG 11(2).142.49 (prob. error del lapicida)
1 gozne o bisagra de puertas IG 42.102.74 (Epidauro IV a.C.), 11(2).142.49 (Delos IV a.C.), 11(2).165.15 (Delos III a.C.), Poll.7.107, 10.22, Hsch.
•en máquinas de guerra o puentes levadizos, Hero Aut.20.2, Apollod.Poliorc.190.1
•en corazas o cotas de malla, X.Eq.12.6, Hsch.
•en motivos arquitectónicos, I.AI ll.cc.
•en compar. ἡ κνήμη ... οἷον ἐν γιγγλύμῳ ἐνήρμοσται Hp.Loc.Hom.6, cf. Gal.18(1).533, τὸ κινοῦν ... ὅπου ἀρχὴ καὶ τελευτὴ τὸ αὐτό, οἷον ὁ γ. Arist.de An.433b22.
2 medic. gínglimo, articulación a la manera de gozne Gal.2.735, 736.
3 n. dado a un tipo de beso Paus.Gr.μ 5, Hsch.
• Etimología: Quizá forma red. de la r. *gelHu̯- en grado ø/ø, de la que deriva ags. klyppan ‘abrazar’ y c. otros vocalismos aaa. kliuwa ‘bola’, gr. γλουτός y que haría alusión a ‘forma redonda’ o ‘que gira’.
Greek Monolingual
ο (Α γίγγλυμος και γιγγλυμός)
γωνιώδης άρθρωση, κλείδωση που επιτρέπει κίνηση κατά ένα άξονα (όπως η άρθρωση του αγκώνα)
αρχ.
1. στρόφιγγα, μεντεσές πόρτας, παραθύρου ή άλλου αντικειμένου
2. πόρπη
3. σύνδεσμος, κούμπωμα στον θώρακα της πανοπλίας
4. ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό όρο προφανώς αναδιπλασιασμένο].
Greek Monotonic
γίγγλῠμος: ή γιγγλυμός, ὁ,
1. αρμός, άρθρωση, κλείδωση·
2. σύνδεσμος, άρθρωση στο θώρακα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γίγγλυμος: и γιγγλυμός ὁ
1) паз, стык (τοῦ θώρακος πτέρυγες ἐν γιγγλύμοις προσθεταί Xen.);
2) анат. сочленение Arst.