ἐπιχείρημα: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιχείρημα:''' -ατος, τό, [[επιχείρηση]], [[εγχείρημα]], [[τόλμημα]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''ἐπιχείρημα:''' -ατος, τό, [[επιχείρηση]], [[εγχείρημα]], [[τόλμημα]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιχείρημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> попытка, начинание, предприятие, затея Thuc., Xen., Isocr.: μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Plat. затеять безрассудное дело;<br /><b class="num">2)</b> лог. эпихирема (сжатое умозаключение) Arst., Plut., Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A undertaking, attempt, esp. of a military enterprise, Th.7.47, X.HG1.2.6, Isoc.2.8, etc.; μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Pl. Alc.1.113c ; πολλὴ μωρία καὶ τοῦ ἐ. Id.Prt.317a. 2 base of operations against, κατὰ Κύπρου App.Syr.52. II in the Logic of Arist., attempted, i.e. dialectical proof, opp. a demonstrative syllogism (φιλοσόφημα), Top.162a16, etc.: so in Rhet., [Cic.]ad Herenn.2.2.2, D.H. Din.6, Is.16, Demetr.Lac.1055.18 F, Hermog.Inv.3.4, Gal.5.221, etc.; περὶ -ημάτων, title of work by Minucianus.
German (Pape)
[Seite 1003] τό, das Unternehmen, Beginnen, Isocr. 2, 3; Xen. u. A.; kriegerische Unternehmung, Thuc. 7, 47; Xen. Hell. 1, 2, 6; das Betreiben einer Sache, καὶ σπουδή Plat. Gorg. 502 b; plur., Men. 88 c. – Auch der Punkt, von wo aus man Etwas unternehmen kann, Operationspunkt, κατά τινος, App. Syr. 52. – Die Schlußfolge, Folgerung, Arist. πρὸς τὴν θέσιν, topic. 2, 4; Plut. u. Sext. Emp. oft; von Kunstgriffen in den Schlüssen, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχείρημα: τό, ὡς καὶ νῦν, ἰδίως στρατιωτικόν, Θουκ. 7. 47, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2. 6, κτλ.· ἐπ. ἐπιχειρεῖν Πλάτ. Ἀλκ. α΄, 113C· πολλὴ μωρία καὶ τοῦ ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 317B. 2) τὸ σημεῖον τὸ χρησιμεῦον ὡς βάσις τῶν ἐνεργειῶν ἐναντίον ἐχθροῦ, Ἀππ. Συρ. 52· ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἐπιχειρουμένη ἀπόδειξις, οἵας γίνεται χρῆσις ἐν τῇ Διαλεκτικῇ καὶ ἥτις εἶναι σύντομός τις μετ’ αἰτιολογίας ἀπόδειξις (φιλοσόφημα), Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12 κ. ἀλλ., πρβλ. Trendelenb. Λογ. Ἀριστ. σ. 100· οὕτως ἐν τῇ Ρητορικῇ, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 entreprise, particul. entreprise militaire, attaque;
2 brève argumentation ; particul. épichérème, sorte de syllogisme.
Étymologie: ἐπιχειρέω.
Greek Monolingual
το (AM ἐπιχείρημα) επιχειρώ
1. εγχείρημα, τόλμημα, τολμηρή πράξη ή απόπειρα
2. στρατιωτική ενέργεια εναντίον του εχθρού
3. σύντομη απόδειξη με αιτιολογία, διατύπωση σκέψης με μορφή συλλογισμού ο οποίος στηρίζεται στα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία
αρχ.
βάση, ορμητήριο για στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Greek Monotonic
ἐπιχείρημα: -ατος, τό, επιχείρηση, εγχείρημα, τόλμημα, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχείρημα: ατος τό1) попытка, начинание, предприятие, затея Thuc., Xen., Isocr.: μανικὸν ἐ. ἐπιχειρεῖν Plat. затеять безрассудное дело;
2) лог. эпихирема (сжатое умозаключение) Arst., Plut., Sext.