ἑρκίον: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(4) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑρκίον:''' τό ([[ἕρκος]]), [[περίφραξη]], [[περίβολος]], [[αυλόγυρος]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἑρκίον:''' τό ([[ἕρκος]]), [[περίφραξη]], [[περίβολος]], [[αυλόγυρος]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἑρκίον]], ου, τό, [[ἕρκος]]<br />a [[fence]], [[inclosure]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 9 January 2019
English (LSJ)
τό,
A fence, enclosure, αὐλῆς Il.9.476, Od.18.102 ; ἐξ ἑρκίων καὶ ἐξ οἰκίας ἐκπετόμενος Thphr.Sign.53 ; later, dwelling, A.R.2.1073.
German (Pape)
[Seite 1031] τό (der Form nach dim. zu ἕρκος), Umhegung, Umzäunung, αὐλῆς, Il. 9, 476 Od. 18, 102 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1074. Bei Soph. Ai. 108 ist ἑρκείου adj. zu fassen u. der v. l. ἑρκίου vorzuziehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρκίον: τό, περίφραγμα, φραγμός, περίβολος, ἑρκίον αὐλῆς Ἰλ. Ι. 476, Ὀδ. Σ. 102· παρὰ μεταγεν., κατοικία, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1074, πρβλ. Θεόφρ. περὶ Σημ. 53. (Ἐκ του ἕρκος· ὑποκορ. δὲ μόνον κατὰ τύπον). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑρκίον· κύκλος αὐλῆς. οἰκία. τειχίδιον στεφάνη δώματος».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
clôture, mur de clôture.
Étymologie: dim. de ἕρκος.
English (Autenrieth)
(ἕρκος): wall or hedge of the court-yard; αὐλῆς, Ι , Od. 18.102.
Greek Monolingual
ἑρκίον, τὸ (Α) έρκος
1. ο περίβολος, το περίφραγμα της αυλής, αυλόγυρος, μάντρα, προστατευτικό έργο
2. η κατοικία.
Greek Monotonic
ἑρκίον: τό (ἕρκος), περίφραξη, περίβολος, αυλόγυρος, σε Όμηρ.