Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίγδην: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίγδην:''' επίρρ., ακροθιγώς, ίσα που έξυσε την [[επιφάνεια]], Λατ. [[strictim]], σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''λίγδην:''' επίρρ., ακροθιγώς, ίσα που έξυσε την [[επιφάνεια]], Λατ. [[strictim]], σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''λίγδην:''' adv. слегка задев, оцарапав Hom.
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίγδην Medium diacritics: λίγδην Low diacritics: λίγδην Capitals: ΛΙΓΔΗΝ
Transliteration A: lígdēn Transliteration B: ligdēn Transliteration C: ligdin Beta Code: li/gdhn

English (LSJ)

Adv., (v. λίζω)

   A grazing, βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην Od.22.278; v. ἐπιλίγδην.

German (Pape)

[Seite 43] die Oberfläche streifend, ritzend, βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Od. 22, 278, Schol. ἀκροθιγῶς.

Greek (Liddell-Scott)

λίγδην: ἐπίρρ. (ἴδε λίζω) ἀκροθιγῶς, ὅσον ἐπιψαῦσαι τῆς ἐπιφανείας, Λατ. strictim, βάλε χεῖρ’ ἐπὶ καρπῷ λίγδην Ὀδ. Χ. 278˙ ἴδε ἐπιλίγδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en effleurant.
Étymologie: λίζω.

English (Autenrieth)

adv., grazing; βάλλειν χεῖρα, Od. 22.278†.

Greek Monolingual

λίγδην (Α)
επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα (s)lig- της ΙΕ ρίζας (s)leig- «σιχαμένος, γλιστρώ» και συνδέονται με κελτ. και γερμ. λέξεις τών οποίων η αρχική σημ. πρέπει να ήταν «τρίβω, γλιστρώ» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. fosligim «επαλείφω», αρχ. άνω γερμ. slīhhan «γλιστρώ», αρχ. ιρλδ. slige «χτένι», ρωσ. slizkij «ολισθηρός», λατ. lima «λίμα»). Κατά τον Ευστάθιο, οι τ. ανάγονται σε ένα ρ. λίγω, το οποίο μαρτυρείται μόνο από αυτόν και πλάστηκε πιθ. από τον ίδιο για να ερμηνεύσει τον σχηματισμό τους].

Greek Monotonic

λίγδην: επίρρ., ακροθιγώς, ίσα που έξυσε την επιφάνεια, Λατ. strictim, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

λίγδην: adv. слегка задев, оцарапав Hom.