ὁρισμός: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁρισμός:''' -οῦ, ὁ ([[ὁρίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επισήμανση]] με [[σύνορα]], [[περιορισμός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[προσδιορισμός]] της σημασίας μιας λέξης, στον ίδ. | |lsmtext='''ὁρισμός:''' -οῦ, ὁ ([[ὁρίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επισήμανση]] με [[σύνορα]], [[περιορισμός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[προσδιορισμός]] της σημασίας μιας λέξης, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁρισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> разграничение, размежевание (ὁ. [[ἀκριβής]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> определение: ὁ ὁ. τοῦ τί ἐστιν Arst. определение сущности;<br /><b class="num">3)</b> условие, обязательство, договор (ὁ. καὶ [[συνθήκη]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A marking out by boundaries, limitation, οἱ ὁ. τῶν κτήσεων D.H.2.74 ; ἀκριβὴς . . οὐκ ἔστιν ὁ., ἕως τίνος . . Arist.EN 1159a4 ; ὁ. τοῦ λυπεῖσθαι Hyp.Epit.41 ; boundary, καρπῶν BGU599.3 (ii A.D.), cf. PAmh.2.97.11(ii A.D.). II the definition of a thing, freq. in Arist., AP0.91a1, Top.139a26, Metaph.1031a1,al. III wager, Plu.Alex.6, TG14. IV decree, LXXDa.6.12(13). V vow, ib.Nu.30.3,al., cf. Ph.1.77.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, das Begränzen, die Begränzung, bes. eines Begriffes, Definition, Arist. rhet. 2, 8 u. öfter; Rhett.; Plut. Tib. Graech. 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρισμός: -οῦ, ὁ, ἡ δι’ ὁρίων σημείωσις, οἱ ὁρ. τῶν κτήσεων Διον Ἁλ. 2. 74˙ ἀκριβὴς ... οὐκ ἔστιν ὁρ., ἕως τίνος …, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 7, 5. ΙΙ. ὁ ὁρισμὸς λέξεώς τινος, συχν. παρ’ Ἀριστ., Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 3, 3, Τοπ. 6. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 5, 7, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de borner, de limiter;
2 engagement précis, exacte obligation.
Étymologie: ὁρίζω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁρισμός) ορίζω
(φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και περιεχόμενο με τα οποία αυτά διακρίνονται από κάθε άλλο διαφορετικό ή συγγενές τους («ο ορισμός της αρετής»)
νεοελλ.
καθορισμός («ορισμός της τιμής τών εμπορευμάτων»)
νεοελλ.-μσν.
διαταγή, εντολή, προσταγή («στους ορισμούς σας!»)
μσν.
σπαν. όριο, σύνορο
αρχ.
1. χάραξη ή θέση ορίων, περιορισμός
2. καθορισμός της αμοιβής για την έκβαση αγώνα, στοίχημα
3. ευχή, τάμα, υπόσχεση.
Greek Monotonic
ὁρισμός: -οῦ, ὁ (ὁρίζω),
I. επισήμανση με σύνορα, περιορισμός, σε Αριστ.
II. προσδιορισμός της σημασίας μιας λέξης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρισμός: ὁ1) разграничение, размежевание (ὁ. ἀκριβής Arst.);
2) определение: ὁ ὁ. τοῦ τί ἐστιν Arst. определение сущности;
3) условие, обязательство, договор (ὁ. καὶ συνθήκη Plut.).