παρακινητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακῑνητικός:''' -ή, -όν, [[παρορμητικός]], [[διεγερτικός]]· επίρρ., [[παρακινητικῶς]] ἔχειν, [[δείχνω]] συμπτώματα παραφροσύνης, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρακῑνητικός:''' -ή, -όν, [[παρορμητικός]], [[διεγερτικός]]· επίρρ., [[παρακινητικῶς]] ἔχειν, [[δείχνω]] συμπτώματα παραφροσύνης, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρακινητικός -ή -όν [παρακινέω] buiten zinnen:. παρακινητικῶς ἔχειν gek geworden zijn Plut. Sol. 8.1.
}}
}}

Revision as of 10:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακῑνητικός Medium diacritics: παρακινητικός Low diacritics: παρακινητικός Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakinētikós Transliteration B: parakinētikos Transliteration C: parakinitikos Beta Code: parakinhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stimulating, τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας Hierocl.in CA16p.456M.; πρὸς ἔρωτα Sch. Theoc. 11.40 : abs., v.l. in Ph.2.477.    2 deranged, Plu.Fr.3. Adv. -κῶς, ἔχειν show symptoms of madness, Id.Sol.8.

German (Pape)

[Seite 483] ή, όν, zum Verrenken oder Verrücken gehörig, Sp. – Bes. verrückt, wahnsinnig; παρακινητικῶς ἔχειν, sich zum Wahnsinn hinneigen, Spuren von Wahnsinn zeigen, Plut. Sol. 8.

Greek (Liddell-Scott)

παρακινητικός: -ή, -όν, διεγερτικός, ἐρεθιστικὸς πρός τι, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 40. 2) παράφορος, παράφρων, Πλούτ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 563D· π. τι καὶ μανιῶδες Φίλων 2. 477. - Ἐπίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δεικνύειν σημεῖα παραφροσύνης, Πλουτ. Σόλων 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a l’esprit dérangé.
Étymologie: παρακινέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρακινητικός, -ή, -όν, ΝΑ παρακινώ
αυτός που διεγείρει, ερεθίζει ή προτρέπει σε κάτι, διεγερτικός, ερεθιστικός
αρχ.
παράφρονας, τρελός, παράφορος.
επίρρ...
παρακινητικώς και -ά / παρακινητικῶς, ΝΑ
νεοελλ.
με παρακινητικό, προτρεπτικό τρόπο
αρχ.
(συν. στη φρ.) «παρακινητικῶς ἔχω» — παρουσιάζω συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης.

Greek Monotonic

παρακῑνητικός: -ή, -όν, παρορμητικός, διεγερτικός· επίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δείχνω συμπτώματα παραφροσύνης, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακινητικός -ή -όν [παρακινέω] buiten zinnen:. παρακινητικῶς ἔχειν gek geworden zijn Plut. Sol. 8.1.