ῥυσός: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥῡσός:''' -ή, -όν (*ῥύω=[[ἐρύω]]), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[ξηρός]], τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν [[ἐπισκύνιον]], λέγεται για το [[κατσούφιασμα]], τη [[συνοφρύωση]], το [[αγριοκοίταγμα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ῥῡσός:''' -ή, -όν (*ῥύω=[[ἐρύω]]), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[ξηρός]], τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν [[ἐπισκύνιον]], λέγεται για το [[κατσούφιασμα]], τη [[συνοφρύωση]], το [[αγριοκοίταγμα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥῡσός:''' <b class="num">1)</b> морщинистый, сморщенный ([[γέρων]] Eur.; [[πρόσωπον]] Men.; [[ἀκρόδρυα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> нахмуренный ([[ἐπισκύνιον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A shrivelled, wrinkled, Il.9.503, E.El.490, Ar.Pl.266, Pl. R.452b; ῥυσὰ σαρκῶν πολιᾶν καταδρύμματα the tearing of old wrinkled flesh (cf. ῥυτίς), E.Supp.49 (lyr.); ῥ. βουλευτήρια, prob. = ῥυσοὶ βουλευταί, Theopomp.Com.75; μαστός Sor.1.88; ἕλκος Gal.10.404; ῥυσότερον βαλλαντίων πρόσωπον Alciphr.3.55; ῥ. ἐπισκύνιον AP6.64 (Paul. Sil.); also of fruits, etc., [ἀκρόδρυα] ἰσχνὰ καὶ ῥ. Plu.2.735d; ἐλαῖαι Archestr.Fr.7; σῦκα Philostr.Im.1.31.—The forms ῥυσσός, ῥυσσαίνομαι, etc., are freq. in codd.
German (Pape)
[Seite 853] (von ῥύω, also) eigtl. zusammengezogen, dah. zusammengeschrumpft, runzlig; Il. 9, 503; ῥυσῷ γέροντι, Eur. El. 490; frg. 495; ῥυσὰ σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα χειρῶν, Suppl. 50; Ar. Plut. 266; sp. D., ῥυσὸν ἐπ ισκύνιον Paul. Sil. 50 (VI, 64), wie in sp. Prosa, bei Plut. u. A. – Die Schreibung ῥυσσός scheint aus der prosodischen Unwissenheit Späterer entstanden; Jac. A. P. 60; Ach. Tat. 747; Seidler Eur. El. 485.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσός: -ή, -όν, (ῥύω, ἐρύω) ἐρρυτιδωμένος, «ζαρωμένος», ῥυτιδωτός, Ἰλ. Ι. 503, Εὐρ. Ἠλ. 490, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Πλάτ. Πολ. 452Β· ῥυσὰ πολιῶν σαρκῶν καταδρύμματα (πρβλ. ῥυτίς) Εὐρ. Ἱκέτ. 50· ῥ. βουλευτήρια, πιθ., = ῥυσοὶ βουλευταί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6· ῥυσότερον βαλλαντίου πρόσωπον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 117· ῥ. ἐπισκύνιον, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀνθ. Η. 6. 64· - ὡσαύτως ἐπὶ καρπῶν, κτλ., ἀκρόδυα ἰσχνὰ καὶ ῥ. Πλούτ. 2. 735D· ἐλαῖαι Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 56C· σῦκα Φιλόστρ. 869. - Οἱ τύποι ῥυσσός, ῥυσσαίνομαι, κτλ., προῆλθον ἐξ. ἀγνοίας ὅτι τὸ υ ἦν φύσει μακρόν, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 60, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 485.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
resserré, contracté, d’où
1 renfrogné;
2 ridé.
Étymologie: R. Ῥυ tirer, contracter ; cf. ἐρύω.
Greek Monolingual
και ῥυσσός, -ή, -όν, Α
γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. Fῥῡ- με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό επίθημα -(σ)σός που απαντά σε λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαι-σός, γαμψός). Η σύνδεση, ωστόσο, με το ἐρύω δεν μπορεί να ερμηνευθεί γλωσσολογικά (βλ. λ. έρύω [Ι]). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ῥῡσός συνδέεται με λατ. rūga «ρυτίδα», λιθουαν. raūkas, με τα οποία παρουσιάζει σημασιολογική τουλάχιστον σχέση].
Greek Monotonic
ῥῡσός: -ή, -όν (*ῥύω=ἐρύω), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, ξηρός, τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν ἐπισκύνιον, λέγεται για το κατσούφιασμα, τη συνοφρύωση, το αγριοκοίταγμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῡσός: 1) морщинистый, сморщенный (γέρων Eur.; πρόσωπον Men.; ἀκρόδρυα Plut.);
2) нахмуренный (ἐπισκύνιον Anth.).