συνασπίζω: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνασπίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μάχομαι]] στο πλάι ή στο [[πλευρό]] κάποιου, είμαι [[συμπολεμιστής]] του, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[συνασπιδόω]], σε Λουκ. | |lsmtext='''συνασπίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μάχομαι]] στο πλάι ή στο [[πλευρό]] κάποιου, είμαι [[συμπολεμιστής]] του, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[συνασπιδόω]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνασπίζω:''' = [[συνασπιδόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -ιῶ Hsch.:— to be a shield-fellow or comrade, E.Cyc.39; second or support, τινι Sch. Hermog. in Rh.7.353 W.:—Med., S.E.M.7.328 (metaph.). II = συνασπιδόω, Plb.4.64.6, Phld.Ir.p.52 W., Plu.Rom.18, Ascl.Tact. 4.1, etc.; fight side by side, ἐπί τινα Luc.Pisc.1; σ. τισί stand in line with them, D.S.17.84, cf. 4.16. III trans., σ. τοὺς μετ' αὐτοῦ forms them in close order, J.BJ4.1.5.
German (Pape)
[Seite 1005] die Schilde zusammenhalten, mit dicht an einander gehaltenen Schilden in geschlossenen Reihen stehen; Pol. 4, 64, 6. 12, 21, 3; Plut. Rom. 18; Luc. pisc. 1. – Ueberh. Jemandes Gefährte sein, Βακχίῳ συνασπίζοντες, Eur. Cycl. 39; ἀλλήλοις, Strab. 3, 4, 5; so auch med., S. Emp. adv. log. 1, 328.
Greek (Liddell-Scott)
συνασπίζω: μέλλ. -ιῶ (ἴδε προηγούμ.)· εἶμαι συνασπιστής, συστρατιώτης (ἴδε συνασπιστής), Εὐρ. Κύκλ. 39· ὑποστηρίζω, τινὶ Ρήτορες (Walz) 7. 355. ― Μέσ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 328. ΙΙ. = συνασπιδόω, Πολύβ. 4. 64, 6, κτλ.· μάχομαι πλησίον τινός, παραπλεύρως, ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 1· σ. τισί, ἵσταμαι ἐν γραμμῇ μετ’ αὐτῶν, Διόδ. 17. 84, πρβλ. 4. 16. 2) μεταβατ., σ. τοὺς μετ’ αὐτοῦ, σχηματίζει αὐτοὺς εἰς πυκνὴν παράταξιν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 1, 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.
French (Bailly abrégé)
marcher les boucliers serrés l’un contre l’autre.
Étymologie: σύν, ἀσπίζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση
2. μέσ. συνασπίζομαι
(για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού
μσν.-αρχ.
τάσσομαι σε πυκνή παράταξη
αρχ.
1. είμαι συστρατιώτης
2. (κατ' επέκτ.) είμαι σύντροφος («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», Ευρ.)
3. συνεκδ. υποστηρίζω, βοηθώ
4. μάχομαι σε συμπαράταξη με κάποιον εναντίον ενός τρίτου
5. (μτβ.) παρατάσσω σε πυκνή γραμμή, σχηματίζω πυκνή παράταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀσπίζω «προασπίζω, προστατεύω» (< ἀσπίς, -ίδος)].
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση
2. μέσ. συνασπίζομαι
(για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού
μσν.-αρχ.
τάσσομαι σε πυκνή παράταξη
αρχ.
1. είμαι συστρατιώτης
2. (κατ' επέκτ.) είμαι σύντροφος («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», Ευρ.)
3. συνεκδ. υποστηρίζω, βοηθώ
4. μάχομαι σε συμπαράταξη με κάποιον εναντίον ενός τρίτου
5. (μτβ.) παρατάσσω σε πυκνή γραμμή, σχηματίζω πυκνή παράταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀσπίζω «προασπίζω, προστατεύω» (< ἀσπίς, -ίδος)].
Greek Monotonic
συνασπίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ,
I. μάχομαι στο πλάι ή στο πλευρό κάποιου, είμαι συμπολεμιστής του, σε Ευρ.
II. = συνασπιδόω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνασπίζω: = συνασπιδόω.