τυμβήρης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυμβήρης:''' -ες,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όμοιος με τάφο, [[νεκρικός]], στον ίδ.
|lsmtext='''τυμβήρης:''' -ες,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όμοιος με τάφο, [[νεκρικός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβήρης:''' <b class="num">1)</b> положенный в могилу, погребенный Soph.;<br /><b class="num">2)</b> намогильный ([[ἕδρα]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> служащий могилой ([[θάλαμος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβήρης Medium diacritics: τυμβήρης Low diacritics: τυμβήρης Capitals: ΤΥΜΒΗΡΗΣ
Transliteration A: tymbḗrēs Transliteration B: tymbērēs Transliteration C: tymviris Beta Code: tumbh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A entombed, buried, ib. 255.    II grave-like, sepulchral, θάλαμος ib.947 (lyr.); ἕδρα Ar.Th. 889 ( = Trag.Adesp.65). (v. -ήρης.)

Greek (Liddell-Scott)

τυμβήρης: -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. ὅμοιος τύμβῳ, νεκρικός, θάλαμος αὐτόθι 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -ήρης).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 enseveli;
2 sépulcral, funéraire.
Étymologie: τύμβος, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, ΜΑ
ενταφιασμένος
αρχ.
όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. φρεν-ήρης)].

Greek Monotonic

τυμβήρης: -ες,
I. αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.
II. όμοιος με τάφο, νεκρικός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τυμβήρης: 1) положенный в могилу, погребенный Soph.;
2) намогильный (ἕδρα Arph.);
3) служащий могилой (θάλαμος Soph.).