ὑπέρλαμπρος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρλαμπρος:''' -ον, <b class="num">I.</b> υπερβολικά [[λαμπρός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ήχο, [[καθαρός]], [[σαφής]] ή [[ευκρινής]], [[ισχυρός]], σε Δημ. | |lsmtext='''ὑπέρλαμπρος:''' -ον, <b class="num">I.</b> υπερβολικά [[λαμπρός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ήχο, [[καθαρός]], [[σαφής]] ή [[ευκρινής]], [[ισχυρός]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρλαμπρος:''' <b class="num">1)</b> ослепительно-яркий (ἀκτῖνες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> покрытый необыкновенной славой (Πομπήϊος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exceedingly bright, ἀκτῖνες Ar.Nu.571 (lyr.). 2 very splendid, ἀγορά Aristid.Or.18(20).6. II of sound, very clear or loud: neut. as Adv., ὀλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον D.18.260. III very distinguished, Plu.Pomp.14; in titles, ἡ ὑ. ὑμῶν εὐσέβεια, τὸ ὑ. ὑμῶν ὕψος, PLips.34.21 (iv A. D.), PMasp.8.9 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1198] übermäßig hell, glänzend, ἀκτῖνες Ar. Nubb. 562; – laut, ὑπέρλαμπρον ὀλολύζειν Dem. 18, 259; – berühmt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρλαμπρος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν λαμπρός, ἀκτῖνες Ἀριστοφ. Νεφ. 571. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, λίαν λαμπρός, καθαρός, σαφής, εὐκρινὴς ἢ ἰσχυρός· ἐπίρρ. ὁλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον Δημ. 313. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 trop brillant;
2 en parl. de la voix, adv. • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.
Étymologie: ὑπέρ, λαμπρός.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρλαμπρος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος
2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.)
3. (για ήχο) πολύ καθαρός, ευκρινής
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρλαμπρον
με μεγάλη ηχητική καθαρότητα.
Greek Monotonic
ὑπέρλαμπρος: -ον, I. υπερβολικά λαμπρός, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για ήχο, καθαρός, σαφής ή ευκρινής, ισχυρός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρλαμπρος: 1) ослепительно-яркий (ἀκτῖνες Arph.);
2) покрытый необыкновенной славой (Πομπήϊος Plut.).