κρύφιος: Difference between revisions
μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος → great is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρύφιος:''' и 2 (ῠ) скрытый, тайный (ψᾶφοι Pind.; [[λέχος]] Soph.; εὐναί Eur.): κ. οἰκουρῶν [[ὄφις]] Soph. змей, тайный страж (Хрисского храма); κρύφιοι ὀαρισμοί Hes. уединенные беседы. | |elrutext='''κρύφιος:''' и 2 (ῠ) скрытый, тайный (ψᾶφοι Pind.; [[λέχος]] Soph.; εὐναί Eur.): κ. οἰκουρῶν [[ὄφις]] Soph. змей, тайный страж (Хрисского храма); κρύφιοι ὀαρισμοί Hes. уединенные беседы. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρύφιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] verborgen:. κρύφιον θυμόν de verborgenheid van hun hart Pind. P. 1.84. geheim, heimelijk:; κρύφιον λέχος geheime geliefde Soph. Tr. 360; adv. κρυφίως in het geheim. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1328, Th.7.25:—
A hidden, concealed, θυμός Pi.P.1.84; ὄφις S.Ph.1328. 2 secret, clandestine, ὀαρισμοί Hes.Op.789; λέχος S.Tr.360; εὐναί E.El.719 (lyr.); ἔρωτες Musae.1; ψᾶφοι Pi.N.8.26; κ. εἰσῆλθον E.HF598. Adv. -ίως Ps.- Luc.Philopatr.9. 3 occult, Procl.Inst.121, Dam.Pr.151; latent, ib.192, 201. Adv. -ίως ib.153. 4 voc. κρύφιε such an one, LXX Ru.4.1. 5 κρύφιος, ὁ, fabulous gem, Ps.-Plu.Fluv.13.4. 6 κρύφιος, ὁ, title of a grade of initiates in the mysteries of Mithras, CIL 6.751a, 753 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κρύφιος: ῠ, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1328, Θουκ. 7. 25· ― κεκρυμμένος, θυμὸς Πινδ. Π. 1. 162· ὄφις Σοφ. Φιλ. 1328. 2) λαθραῖος, ἀπόκρυφος, ὀαρισμοὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 791· λέχος Σοφ. Τρ. 360· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 720· ἔωρτες Μουσαῖ 1· ψᾶφοι Πινδ. Ν. 8. 44· κρ. εἰσῆλθον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 598 τὸ κρ. Διον. Ἀρεοπ. Ἐπίρρ. -ίως, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 9.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 caché;
2 secret, clandestin.
Étymologie: κρύπτω.
English (Slater)
κρῠφιος
1 secret [κρύφιον (codd. contra metr.: κρυφόν Aristarchus) (O. 2.97) ] ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει the inner spirit (P. 1.84) κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν (N. 8.26) κρυφίου δὲ λο[ (λόγου coni. Snell) fr. 260. 2.
Spanish
oculto, las cosas secretas, lo oculto
Greek Monolingual
-α, -ο (AM κρύφιος, -ον, θηλ. και κρυφία)
1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.)
2. απόρρητος, απόκρυφος
μσν.-αρχ.
1. κρυμμένος («σηκὸν φυλάσσει κρύφιος οἰκουρῶν ὄφις», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρύφιον
το μυστήριο («τὸ κρύφιον τοῡ θεοῡ», Διον. Αρεοπ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρύφιος
α) μυθώδης πολύτιμος λίθος
β) επιγρ. τίτλος βαθμούχου μυημένου στα μυστήρια του Μίθρα
2. (το αρσ. ως κλητική προσφώνηση) κρύφιε
καλέ, αγαθέ άνθρωπε («έκκλίνας κάθισον ὧδε, κρύφιε», ΠΔ).
επίρρ...
κρυφίως και κρύφια (AM κρυφίως, Μ και κρύφια)
λαθραία, κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. κέ-κρυφ-α) + κατάλ. -ιος (πρβλ. πόντ-ιος, ποτάμ-ιος)].
Greek Monotonic
κρύφιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (κρύπ-τω),
1. κρυφός, κρυμμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μυστικός, λαθραίος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κρύφιος: и 2 (ῠ) скрытый, тайный (ψᾶφοι Pind.; λέχος Soph.; εὐναί Eur.): κ. οἰκουρῶν ὄφις Soph. змей, тайный страж (Хрисского храма); κρύφιοι ὀαρισμοί Hes. уединенные беседы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρύφιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] verborgen:. κρύφιον θυμόν de verborgenheid van hun hart Pind. P. 1.84. geheim, heimelijk:; κρύφιον λέχος geheime geliefde Soph. Tr. 360; adv. κρυφίως in het geheim.