ἔξοιδα: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔξοιδα:''' (pf. в знач. praes.; ppf. в знач. impf. [[ἐξῄδη]]; part. [[ἐξειδώς]]) отлично знать: ἔξοιδ᾽ ἀνὴρ ὤν Soph. я хорошо знаю, что я человек; ὑφ᾽ [[ἡμῶν]] οὐδὲν [[ἐξειδώς]] Soph. от нас ничего не узнав.
|elrutext='''ἔξοιδα:''' (pf. в знач. praes.; ppf. в знач. impf. [[ἐξῄδη]]; part. [[ἐξειδώς]]) отлично знать: ἔξοιδ᾽ ἀνὴρ ὤν Soph. я хорошо знаю, что я человек; ὑφ᾽ [[ἡμῶν]] οὐδὲν [[ἐξειδώς]] Soph. от нас ничего не узнав.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<[[form]] [[type]]="infl"><orth [[extent]]="[[full]]" lang="greek">-οισθα,</orth></[[form]]> ἔξ-οιδα perf. in pres. [[sense]], plup. [[ἐξῄδη]] as impf., 2nd sg. -ῄδησθα; [v. *[[εἴδω]]<br />to [[know]] [[thoroughly]], [[know]] well, Il., Soph., etc.
}}
}}

Revision as of 22:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξοιδα Medium diacritics: ἔξοιδα Low diacritics: έξοιδα Capitals: ΕΞΟΙΔΑ
Transliteration A: éxoida Transliteration B: exoida Transliteration C: eksoida Beta Code: e)/coida

English (LSJ)

pf. in pres. sense, plpf. ἐξῄδη as impf., S.Ant.460, dub. in Tr.988 (lyr.): Ep. inf.

   A ἐξίδμεναι A.R.3.332:—know thoroughly, know well, S.OT129, E.Ph.95, etc.: with part. agreeing with the subject, ἔξοιδ' ἔχουσα S.Tr.5; ἔ. ἀνὴρ ὤν Id.OC567; with the object, ἔ. σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα ib.1028, cf. Ph.79,407; ὑφ' ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς having learnt, Id.OT37: c. gen., ὧν γ' ἂν ἐξειδὼς κυρῶ, as if it were an Adj., Id.Tr.399: abs., Id.El.222 (lyr.), etc.

German (Pape)

[Seite 885] verstärktes simplex; ἔξοιδα καὶ φύσει σε μὴ πεφυκότα Soph. Phil. 79; ἔξοιδ' ἔχουσα Trach. 5, wie ἀνὴρ ὤν O. C. 573; ὅσον ἦν κέρδος 984; ὧν ἂν ἐξειδὼς κυρῶ Tr. 398; – ἐξίδμεναι Ap. Rh. 3, 332.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξοιδα: -οισθα, πρκμ. μετὰ σημ. ἐνεστ.: ὑπερσ. ἐξῄδη ὡς παρατ. Σοφ. Ἀντ. 460, β΄ ἑνικ. -ῄδησθα ὁ αὐτὸς Τρ. 898 (Cobet): (ἴδε * εἴδω): ― οἶδα, γινώσκω καλῶς, ἐπεὶ οὔτι θεῶν ἐκ θέσφατα ᾔδη Ἰλ. Ε. 64, οὕτω καὶ Σοφ., Εὐρ. καὶ μεταγεν. πεζογράφοι· μετὰ μετοχ. συμφωνούσης πρὸς τὸ ὑποκ., ἔξοιδ᾿ ἔχουσα Σοφ. Τρ. 5· ἐξ. ἀνὴρ ὢν ὁ αὐτὸς Ο. Κ. 567· πρὸς τὸ ἀντικείμενον, ἐξ. σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα αὐτόθι 1028, πρβλ. Φιλοκ. 79, 407· ὑφ᾿ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς, οὐδὲν μαθών, ὁ αὐτὸς Οἰδ. Τ. 37· μετὰ γεν., ὧν γ᾿ ἂν ἐξειδὼς κυρῶ, ὡς εἰ ἦν ἐπίθ., ὁ αὐτὸς Τρ. 299· ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 222, κλ.

French (Bailly abrégé)

pf. au sens du prés., part. ἐξειδώς ; pqp. ἐξῄδη au sens de l’impf.
savoir parfaitement, acc. : ἔξοιδ’ ἀνὴρ ὤν SOPH je sais très bien que je suis homme ; ἔξοιδά σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα SOPH je sais très bien que tu n’en es pas venu désarmé, càd sans aide, seul (à cet excès d’audace) ; ὑφ’ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς SOPH ne sachant rien par nous, n’ayant rien appris de nous.
Étymologie: ἐξ, οἶδα.

Greek Monolingual

ἔξοιδα (Α) οίδα
γνωρίζω καλά («πάντα δ' ἐξοιδὼς φράσω», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἔξοιδα: -οισθα, παρακ. με σημασία ενεστ., υπερσ. ἐξῄδη ως παρατ., βʹ ενικ. -ῄδησθα· (βλ. *εἴδω),· γνωρίζω πλήρως, γνωρίζω καλά, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἔξοιδα: (pf. в знач. praes.; ppf. в знач. impf. ἐξῄδη; part. ἐξειδώς) отлично знать: ἔξοιδ᾽ ἀνὴρ ὤν Soph. я хорошо знаю, что я человек; ὑφ᾽ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς Soph. от нас ничего не узнав.

Middle Liddell

<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">-οισθα,</orth></form> ἔξ-οιδα perf. in pres. sense, plup. ἐξῄδη as impf., 2nd sg. -ῄδησθα; [v. *εἴδω
to know thoroughly, know well, Il., Soph., etc.