ἀποπλέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(1)
(1a)
Line 39: Line 39:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποπλέω:''' эп.-ион. [[ἀποπλείω]] и [[ἀποπλώω]] (fut. ἀποπλεύσομαι и ἀποπλευσοῦμαι - ион. ἀποπλώσομαι)<br /><b class="num">1)</b> отплывать Hom., Her., Thuc., Arph., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> плыть обратно Hom., Her., Xen.
|elrutext='''ἀποπλέω:''' эп.-ион. [[ἀποπλείω]] и [[ἀποπλώω]] (fut. ἀποπλεύσομαι и ἀποπλευσοῦμαι - ион. ἀποπλώσομαι)<br /><b class="num">1)</b> отплывать Hom., Her., Thuc., Arph., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> плыть обратно Hom., Her., Xen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[sail]] [[away]], [[sail]] off, Il., Hdt., etc.
}}
}}

Revision as of 16:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλέω Medium diacritics: ἀποπλέω Low diacritics: αποπλέω Capitals: ΑΠΟΠΛΕΩ
Transliteration A: apopléō Transliteration B: apopleō Transliteration C: apopleo Beta Code: a)pople/w

English (LSJ)

Ep. ἀποπλείω, Ion. ἀποπλώω v. l. in Hdt.4.156,157, cf. Arr. Ind.26.9: fut.

   A -πλεύσομαι Hdt.4.147; -πλευσοῦμαι Pl.Hp.Mi.371b:— sail away, sail off, οἴκαδ' ἀποπλείειν Il.9.418, etc.; ἐπ' Αἰγύπτου Hdt. 1.1, cf. Ar.Ra.1480; ὀπίσω ἀ. Hdt.4.156; ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61; ἐπ' οἴκου Id.1.55.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πλέω), absegeln, wegschiffen, Pind. N. 7, 36; ἐπὶ Αἴγυπτον Her. 1, 1; fut., 4, 147 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλέω: Ἐπ. -πλείω, Ἰων. -πλώω: μέλλ. -πλεύσομαι ἢ -πλευσοῦμαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 371Β, κ. ἀλλ.· Ἰων. - πλώσομαι Ἡρόδ. 4. 147, κ. ἀλλ.: - ἀποπλέω ἐκ τόπου τινὸς ὅπως: μεταβῶ εἰς ἄλλον, οἴκαδ’ ἀποπλείειν Ἰλ. Ι. 418, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 4. 1· ὀπίσω ἀποπλώειν ὁ αὐτ. 4. 156· ἀπέπλεον ἐκ τῆς Σικελίας ἐς τὰς Ἀθήνας Θουκ. 6. 61· ἐπ’ οἴκου ὁ αὐτ. 1. 55. 2) ἀποπλέω, ἀπέρχομαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1480.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπλεύσομαι ou ἀποπλευσοῦμαι;
s’éloigner par mer.
Étymologie: ἀπό, πλέω.

English (Slater)

ἀποπλέω
   1 sail away, sail back ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἀποπλείω

• Morfología: [fut. ἀποπλευσεῖσθαι Pl.Hp.Mi.371b, aor. ἀπέπλευσαν Plu.2.27c]
hacerse a la mar, zarpar c. ac. de dir. οἴκαδ' Il.9.418, 685, Th.6.47, ἄστυδ' Od.16.331, ἐς Κόρινθον Hdt.1.24, cf. Th.2.84, X.HG 5.1.6, ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον Hdt.8.11, πρὸς Σάμον X.HG 2.3.3, εἰς Πελοπόννησον Pl.Ep.348d
c. ἐπί y gen. ἀποπλέοντας ἐπ' Αἰγύπτου Hdt.1.1, ἐπ' οἴκου Th.1.55
c. prep. y gen. de procedencia ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61, cf. 1.89, ἀπὸ τῆς σφετέρας X.Ath.2.5, παρὰ τοῦ βασιλέως Theopomp.Hist.107
κατὰ βίου τε καὶ τῆς γῆς ζήτησιν Hdt.1.94
abs. ἐπὶ νηῶν βάντες ἀπέπλειον Od.8.501, ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε Pi.N.7.36, cf. Th.1.52, Ar.Ra.1480, X.An.5.4.12, Arr.Ind.26.9, Plu.l.c., combinado con οἴχομαι: ἀποπλέων ω[ἴχε] τ' ἐς Κνωσσόν B.1.122
c. ciertos adv. volver navegando ὀπίσω Hdt.4.156, πάλιν ἐς τοὺς Αἰγὸς ποταμούς X.HG 2.1.23, Plb.1.36.2, αὖτις Plb.5.29.4
s. cont., PLille 3.5 (III a.C.)
en sent. fig. marcharse, poner tierra por medio ἀποπλεῖς ἐτεόν; ¿de veras te largas? Ar.Er.144, cf. Com.Adesp. en POxy.3540.36 (cf. ἀποπλώω).

English (Strong)

from ἀπό and πλέω; to set sail: sail away.

English (Thayer)

1st aorist ἀπέπλευσα; (from Homer down); to sail away, depart by ship, set sail: Acts 27:1.

Greek Monolingual

(AM ἀποπλέω)
(για πλοίο ή επιβάτες πλοίου) αναχωρώ.

Greek Monotonic

ἀποπλέω: Επικ. -πλείω, Ιων. -πλώω· μέλ. -πλεύσομαι ή -πλευσοῦμαι, Ιων. -πλώσομαι· πλέω μακριά από έναν τόπο για να μεταβώ σε άλλον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπλέω: эп.-ион. ἀποπλείω и ἀποπλώω (fut. ἀποπλεύσομαι и ἀποπλευσοῦμαι - ион. ἀποπλώσομαι)
1) отплывать Hom., Her., Thuc., Arph., Plut.;
2) плыть обратно Hom., Her., Xen.

Middle Liddell


to sail away, sail off, Il., Hdt., etc.