Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρτίστομος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρτίστομος:''' хорошо изъясняющийся, ясный ([[διάλεκτος]] Plut.).
|elrutext='''ἀρτίστομος:''' хорошо изъясняющийся, ясный ([[διάλεκτος]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στόμα]]<br />[[speaking]] in [[good]] idiom, or with [[precision]], Plut.
}}
}}

Revision as of 13:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίστομος Medium diacritics: ἀρτίστομος Low diacritics: αρτίστομος Capitals: ΑΡΤΙΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: artístomos Transliteration B: artistomos Transliteration C: artistomos Beta Code: a)rti/stomos

English (LSJ)

ον,

   A speaking in good idiom, or with precision, Plu.Cor.38, Suid. Adv. -μως Poll.6.150.    II with a good mouth or opening, κόλπος Str.5.4.5; λιμήν Id.17.1.6.    III ἀ. βέλεα evenly tipped, i. e. not sharp or jagged (πανταχόθεν ὁμαλά Gal.19), Hp.VC11; so ἀ. ξὸΐς plain chisel (not toothed), IG7.3073.148 (Lebad.).

German (Pape)

[Seite 362] 1) deutlich, fertig redend, Plut. Coriol. 38. – 2) mit guter Mündung, κόλπος Strab. 5, 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίστομος: -ον, ὁμιλῶν εἰς καλὸν ἰδίωμαμετὰ σαφηνείας ἤτοι ὀρθῶς, ἀκριβῶς, Πλουτ. Κορ. 38· «σαφὴς καὶ ὁ ἡδὺ φθεγγόμενος· οὕτω Διονύσιος» Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -μως Πολυδ. Ϛ΄, 150. ΙΙ. ὁ ἔχων καλὸν στόμιον, εἴσοδον, κόλπος ἀγχιβαθὴς καὶ ἀρτίστομος Στράβ. 244· ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ ἀμφίστομος. ΙΙΙ. ἐν Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 903, ἐπὶ βελῶν λεγόμενον φαίνεται νὰ σημαίνῃ βέλος ἄνευ ὀξείας αἰχμῆς, ἀλλὰ τοὐναντίον ἀμβλείας, τῶν βελέων ῥήγνυσι μάλιστα τὸ ὀστέον... τὰ στρογγύλα τε καὶ τὰ περιφερέα καὶ ἀρτίστομα (κατὰ τὸν Γαληνὸν ἀρτίστομα πανταχόθεν ὁμαλά), Γλωσσ. Γαλην. 442.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prononce bien, qui articule nettement.
Étymologie: ἄρτι, στόμα.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. de recta pronunciación, a quien no se le traba la lengua Plu.Cor.38, Ael.Fr.315, cf. Dionysius (?) en Sud.
2 náut. de buena boca o entrada λιμήν Str.17.1.6, κόλπος Str.5.4.5.
3 de punta o filo limpio e.d. sin hendiduras o mellas βέλεα Hp.VC 11, cf. Gal.19.86.
II adv. -ως con correcta pronunciación Poll.6.150.

Greek Monolingual

ἀρτίστομος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλάει σε καλό ιδίωμα, με ακρίβεια
2. αυτός που έχει καλό στόμα ή άνοιγμα
3. (για βέλη) ομοιόμορφα αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -στομος < στόμα (πρβλ. αιολόστομος, αμφίστομος)].

Greek Monotonic

ἀρτίστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλά σε καλό ιδίωμα ή με ακρίβεια, με σαφήνεια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίστομος: хорошо изъясняющийся, ясный (διάλεκτος Plut.).

Middle Liddell

στόμα
speaking in good idiom, or with precision, Plut.