ἀσχαλάω: Difference between revisions

From LSJ
(1b)
(1)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσχᾰλάω:''' и ἀσχᾰλόω сердиться, гневаться, негодовать (τινος Hom. и τινι Aesch., Eur.; ὅτι … Theocr., Diog. L.): [[ἀσχαλόωσι]] μένοντες Hom. они раздражены (долгим) ожиданием.
|elrutext='''ἀσχᾰλάω:''' и ἀσχᾰλόω сердиться, гневаться, негодовать (τινος Hom. и τινι Aesch., Eur.; ὅτι … Theocr., Diog. L.): [[ἀσχαλόωσι]] μένοντες Hom. они раздражены (долгим) ожиданием.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">be distressed, grieved</b> (Il.)<br />Other forms: <b class="b3">ἀσχάλλω</b> (Od.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Derived from <b class="b3">*ἄσχαλος</b> <b class="b2">who cannot hold himself</b>, <b class="b3">α</b> privativum and the stem of <b class="b3">σχ-εῖν</b> with suffix <b class="b3">-αλο-</b>? Very doubtful.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσχᾰλάω Medium diacritics: ἀσχαλάω Low diacritics: ασχαλάω Capitals: ΑΣΧΑΛΑΩ
Transliteration A: aschaláō Transliteration B: aschalaō Transliteration C: aschalao Beta Code: a)sxala/w

English (LSJ)

only pres. (exc. fut.

   A -ήσω Thal. ap. D.L.1.44), 3sg. ἀσχαλάᾳ Il.2.293; 3pl. ἀσχαλόωσι 24.403; inf. ἀσχαλάαν 2.297; part. ἀσχαλόων 22.412; imper. ἀσχάλα Archil.66.6; inf. ἀσχαλᾶν E.IA 920:—more freq. ἀσχάλλω, once in Hom. ἀσχάλλῃς Od.2.193, cf. S.OT937, E.Or.785, and so always in Prose, X.Eq.10.6, D.21.125, Onos.1.17, Eus.Mynd.6: impf. ἤσχαλλον Hes.Fr.76.3, Hdt.3.152, 9.117; imper. ἄσχαλλε Thgn.219: 3sg. fut. ἀσχᾰλεῖ (prob. for -αλᾷ) A.Pr.764:—to be distressed, grieved, abs., ἀσχαλάαν παρὰ νηυσί Il.2.297, cf. 22.412, etc.: the cause of distress is added by Hom. either in part., μένων ἀσχαλάᾳ Il.2.293, cf. Od.1.304; ἥν κε (sc. θωὴν) τίνων ἀσχάλλῃς 2.193: or in gen., ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων is vexed because of... 19.159; κτήσιος ἀσχαλόων τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί ib.534: later in dat., ἀ. τινί at a thing, Archil. l. c., A.Pr.764, E.IA920; ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν D. l.c., cf. Ph.2.521; πρός τι Longus3.8: c. acc., θάνατον ἀ. πατρῷον E.Or.785.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχᾰλάω: ἐν χρήσει μόνο κατ’ ἐνεστώτα, οὑ ὁ Ὅμηρ. ἔχει τοὺς ἑξῆς ἀνωμάλους σχηματισμούς, γ΄ ἑν. ἀσχαλάᾳ, γ΄ πλ. ἀσχαλόωσι, ἀπαρ. ἀσχαλάαν, μετοχ. ἀσχαλόων: προστ. ἀσχάλα Ἀρχίλ. 60· ὁ τύπος ἀσχάλλω ἀπαντᾷ ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ (ἀσχάλῃς) Ὀδ. Β. 193), καὶ τοῦτον τὸν τύπον μεταχειρίζονται πρὸ πάντων οἱ Τραγ. (ὁ Εὐρ. ἐν Ι. Α. 920 ἔχει ἀσχαλᾶν, πρβλ. συνασχαλάω), ἀλλ’ εἶναι σπάνιον τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ Ξεν. Ἱππ. 10. 6, Δημ. 555. 26: παρατατ. ἤσχαλλον Ἡσ. Ἀποσπ. 37 (67), Ἡρόδ. 3. 152., 9. 117· προστ. ἄσχαλλε Θέογν. 219· γ΄ ἑν. μέλλ.· ἀσχᾰλεῖ (κατὰ τὸν Λ. Δινδόρφ. ἀντὶ ἀσχαλᾷ) Αἰσχύλ. Πρ. 764, πρβλ. 161, 243. Λυποῦμαι, ἀδημονῶ, θλίβομαι, ἀπολ., ἀσχαλάαν παρὰ νηυσὶ Ἰλ. Β. 297, πρβλ. Χ. 412, κτλ.· τὴν δὲ αἰτίαν τῆς θλίψεως ἐκφέρει ὁ Ὅμ. ἢ μετὰ μετοχ., μένων ἀσχαλάᾳ Ἰλ. Β. 293 πρβλ. Ὀδ. Α. 304· ἥν κε (ἐνν. θωὴν) τίνων ἀσχάλλῃς Β. 193· ἢ μετὰ γεν., ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων, στενοχωρεῖται, ἀδημονεῖ ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι..., Τ. 159· κτήσιος ἀσχαλόων, τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοὶ αὐτόθι 534· μετέπειτα μετὰ δοτ., ἀσχ. τινὶ Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Πρ. 764, Εὐρ. Ι. Α. 920· ὡσαύτως, ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρός τι Λόγγος 3. 8· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἀσχάλλειν θάνατον Εὐρ. Ὀρ. 785.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et fut. ἀσχαλήσω;
se fâcher, être fâché, être irrité de, gén. ou dat. ; avec un part. : ἀσχαλόωσι épq. μένοντες OD ils s’irritent de rester.
Étymologie: DELG prob. de *ἄσχαλος, de ἀ et de ἔχω, « qui ne peut supporter, qui ne peut se retenir », avec suff. -αλος.

English (Autenrieth)

be impatient, vexed, fret; with causal gen. (Od. 19.159, 534), also with part., Od. 1.304, Od. 2.193 ; γέροντα μαγις ἔχον ἀσχαλόωντό, ‘beside himselfwith grief, Il. 22.412.

Spanish (DGE)

(ἀσχᾰλάω)
• Morfología: gener. en pres. excepto fut. -ήσω Thal. en D.L.1.44; 3a sg. ἀσχαλάᾳ Il.2.293, Orph.L.670, inf. ἀσχαλάαν Il.2.297, Mosch.4.71, Q.S.5.595, frec. formas c. diéct. en -όω Il.22.412, Theoc.25.236, A.R.2.489, Orph.L.446, cf. tb. ἀσχάλλω
estar irritado o afligido γέροντα ... ἀσχαλόωντα de Príamo tras la muerte de Héctor Il.22.412, cf. 2.297, ἐπεὶ μέμονέν γε παρέμμεναι ἀσχαλόωντι porque está decidido a quedarse con un (viejo) quejumbroso A.R.2.489, Ἰήσων ... ἴσχανεν ἀσχαλόωσαν Jasón la confortó en su aflicción A.R.4.108, Βάκχῳ δ' ἀσχαλόωντι ... αἴσιος ἔπτη αἰετός Nonn.D.38.26, ἀσχαλάαν ἐνὶ θυμῷ Q.S.5.595, cf. Nonn.D.33.236, Colluth.191, 342
c. distintas maneras de expresar la causa estar irritado o afligido por c. part. pred. μένων ... ἀσχαλάᾳ Il.2.293, cf. Od.1.304, c. gen. κτήσιος ἀσχαλόων τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί Od.19.534, ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων Od.19.159, c. dat. instrum. κακοῖσιν ἀσχάλα μὴ λίην no te irrites demasiado con los fracasos Archil.211.6, διωγμοῖς ἀσχαλῶσ' ref. a Ártemis, A.Supp.148, ἐπίσταμαι ... τοῖς κακοῖσι ... ἀσχαλᾶν E.IA 920, γνώμων δέ τοί εἰμι ἀσχαλάαν Mosch.l.c. (cód.), c. inf. ἀσχαλάᾳ ... εἴργεσθαι θνητοὺς ὁράαν ... πρόσωπα ... βασιλῆος Orph.L.670, ἀσχαλόων ἑὸν υἷα φίλον θήρεσσι μάχεσθαι Orph.L.446, c. or. subord. causal o temp. εἰ δὲ ἀσχαλήσεις ὅτι ... Thal.l.c., ἀσχαλόων ὅ μοι ὁ πρὶν ἐτώσιος ἔκφυγε χειρός Theoc.l.c., χὠ παῖς ἀσχαλάων ὅκα ... Bio Fr.13.7.

Greek Monotonic

ἀσχᾰλάω: χρησιμ. από Όμηρ. σε Επικ. τύπους, γʹ ενικ. ἀσχαλάᾳ, γʹ πληθ. ἀσχαλόωσι, απαρ. ἀσχαλαίαν, μτχ. ἀσχαλόων· είμαι πολύ λυπημένος, θλίβομαι, σε Όμηρ.· είμαι ταραγμένος, στενοχωριέμαι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀσχᾰλάω: и ἀσχᾰλόω сердиться, гневаться, негодовать (τινος Hom. и τινι Aesch., Eur.; ὅτι … Theocr., Diog. L.): ἀσχαλόωσι μένοντες Hom. они раздражены (долгим) ожиданием.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: be distressed, grieved (Il.)
Other forms: ἀσχάλλω (Od.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Derived from *ἄσχαλος who cannot hold himself, α privativum and the stem of σχ-εῖν with suffix -αλο-? Very doubtful.