γυμναστής: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γυμναστής:''' οῦ ὁ гимнаст, т. е. преподаватель гимнастики Arst., тж. тренер борцов Xen., Plat. | |elrutext='''γυμναστής:''' οῦ ὁ гимнаст, т. е. преподаватель гимнастики Arst., тж. тренер борцов Xen., Plat. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυμναστής -οῦ, ὁ [γυμνάζω] trainer. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A trainer of professional athletes, X.Mem.2.1.20, Pl.Lg.720e, etc.; ἰατρὸς καὶ γ. Arist.EN1180b14.
German (Pape)
[Seite 509] ὁ, der Lehrer in den Gymnasien, Turnlehrer, Plat. Polit. 267 e u. öfter; Xen. Mem. 2, 1, 20; bes. der Athleten unterrichtet, von παιδοτρίβης unterschieden, vgl. Arist. pol. 3, 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
γυμναστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀσκῶν τοὺς ἐξ ἐπαγγέλματος ἀθλητάς, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20, Πλάτ. Νόμ. 720Ε, κτλ.· κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παιδοτρίβης, ὅστις ἐδίδασκε τὴν γυμναστικὴν εἰς τοὺς βουλομένους νὰ κατέχωσιν αὐτὴν ὡς μέρος τῆς ἐλευθερίου παιδείας, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7· ἰατρὸς καὶ γ. ὁ αὐτ. Ἠθ. 10. 9, 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
maître de gymnastique ; particul. gymnaste, chargé de l’enseignement aux athlètes.
Étymologie: γυμνάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): -άς SEG 35.1309 (Ponto, imper.)
1 entrenador, preparador físico γ. γυμνάζων Pl.Lg.720e, ἰατρὸς καὶ γ. Arist.EN 1180b14, ὁ δὲ γ. περὶ κάλλους ἔφασκεν Olymp.in Grg.5.6, γυμναστῇ μὲν ἐχρήσατο διδασκάλῳ Ἀρίστωνι Olymp.in Alc.2.35, cf. X.Mem.2.1.20, A.D.Synt.302.2, SEG l.c., Gal.17(2).11, Luc.Hist.Consc.35, PAgon.6.63 (II d.C.), Olymp.in Grg.5.2, como tít. de una pers., D.C.72.22.5.
2 atleta γ. τις ἢ καὶ μονομάχος D.C.72.19.3, στρατιῶται καὶ γυμνασταί D.C.77.2.2, cf. Olymp.in Alc.64.25, Vett.Val.387.31.
Greek Monolingual
ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α γυμναστής, ο) γυμνάζω
1. αυτός που διδάσκει γυμναστική
2. αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές.
Greek Monotonic
γυμνᾰστής: -οῦ, ὁ (γυμνάζω), προπονητής επαγγελματιών αθλητών, σε Ξεν., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γυμναστής: οῦ ὁ гимнаст, т. е. преподаватель гимнастики Arst., тж. тренер борцов Xen., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμναστής -οῦ, ὁ [γυμνάζω] trainer.