κλοτοπεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κλοτοπεύω:''' терять время на пустые слова: οὐ χρὴ κ. Hom. незачем говорить впустую.
|elrutext='''κλοτοπεύω:''' терять время на пустые слова: οὐ χρὴ κ. Hom. незачем говорить впустую.
}}
{{elnl
|elnltext=κλοτοπεύω tijd verpraten.
}}
}}

Revision as of 07:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοτοπεύω Medium diacritics: κλοτοπεύω Low diacritics: κλοτοπεύω Capitals: ΚΛΟΤΟΠΕΥΩ
Transliteration A: klotopeúō Transliteration B: klotopeuō Transliteration C: klotopeyo Beta Code: klotopeu/w

English (LSJ)

   A deal subtly, spin out time by false pretences, οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν Il.19.149; κ. περὶ τὸ νησίδιον, perh. to be read for κλοπεύω, Hld.1.30:—hence κλοτοπ-ευτής· ἐξαλλάκτης, ἀλαζών, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1456] Il. 19, 149 οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν, οὐδὲ διατρίβειν, von den Alten verschieden erkl.; entweder unter listigem Vorwande aufschieben u. zaudern, nach Eust. κλυτοῖς ἔπεσιν ἐνδιατρίβειν; oder übh. listig handeln, u. wie von κλοπεύω für κλοπετεύω; od. großprahlen u. übh. unthätig schwatzen; wie Hesych. auch κλοτοπευτής anführt und es ἐξαλλάκτης, ἀλαζών erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κλοτοπεύω: χρονοτριβῶ, χάνω τὸν καιρόν, μόνον ἐν Ἰλ. Τ. 149, οὐ γὰρ κλοτοπεύειν, «ὑποκλέπτειν αὑτοὺς τῆς μάχης ἐν τοῖς λόγοις» (Σχόλ.), ἀρχ. Ἐπικ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κλέπτω, κλοπεύω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλοτοπεύειν· παραλογίζεσθαι. ἀπατᾶν. κλεψιγαμεῖν, στραγγεύεσθαι»· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει κλοτοπευτὴς διὰ τοῦ ἐξαλλακτής, ἀλαζών. Ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

perdre son temps en vaines paroles.
Étymologie: DELG hapax inexpliqué.

English (Autenrieth)

doubtful word, be wasting words or making fine speeches, Il. 19.149†.

Greek Monolingual

κλοτοπεύω (Α)
1. χρονοτριβώ, χάνω τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ' ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», Ομ. Ιλ.)
2. μένω άπρακτος προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών κλοπή και τόπος.

Russian (Dvoretsky)

κλοτοπεύω: терять время на пустые слова: οὐ χρὴ κ. Hom. незачем говорить впустую.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοτοπεύω tijd verpraten.