παραναδύομαι: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραναδύομαι:''' (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.). | |elrutext='''παραναδύομαι:''' (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρ-αναδύομαι erbij opduiken. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 1 January 2019
English (LSJ)
Med., with aor. 2 and pf. Act.,
A creep, crawl out, ἐκ τῶν λίκνων Plu.Alex.2.
German (Pape)
[Seite 490] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.
Greek (Liddell-Scott)
παραναδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι, ἀνέρχομαι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.
French (Bailly abrégé)
f. παραναδύσομαι, ao.2 παρανέδυν, etc.
sortir d’auprès de.
Étymologie: παρά, ἀναδύομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ αναδύομαι
αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
παραναδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., έρχομαι μπροστά και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παραναδύομαι: (aor. 2 παρανέδυν) выходить, выползать (ἐκ τοῦ κιττοῦ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αναδύομαι erbij opduiken.