περίσημος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίσημος:''' дор. [[περίσαμος|περίσᾱμος]] 2 (дор. superl. [[περισαμότατος|περισᾱμότατος]]) замечательный, прославленный ([[φόνος]] Eur. - о Данаидах). | |elrutext='''περίσημος:''' дор. [[περίσαμος|περίσᾱμος]] 2 (дор. superl. [[περισαμότατος|περισᾱμότατος]]) замечательный, прославленный ([[φόνος]] Eur. - о Данаидах). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περίσημος -ον, Dor. περίσᾱμος [περί, σῆμα] zeer beroemd. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. -σᾱμος, ον, (σῆμα)
A very famous, notable, E.HF 1018 (Sup., lyr.), Call.Fr.1.54 P., Mosch.1.6, Ph.2.330 (Sup.); περιστερεών POxy.1278.12 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 591] sehr kenntlich, ausgezeichnet, berühmt; ὁ φόνος περισαμότατος, Eur. Herc. Fur. 1017; παῖς, Mosch. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
περίσημος: Δωρ. -σᾱμον, ον, (σῆμα) λίαν πεφημισμένος ἢ ἐπίσημος, περίφημος, διαβόητος, Λατ. insignis, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1018, Μόσχ. 1. 6· ὑπερθ. -ότατος Φίλων 2. 330.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très distingué ; très connu, célèbre.
Étymologie: περί, σῆμα.
Greek Monolingual
-ον, δωρ. τ. περίσαμος, -ον, Α
πολύ φημισμένος, περιώνυμος, γνωστός παντού, διαβόητος («ὁ φόνος ἦν... περισαμότατος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. διά-σημος].
Greek Monotonic
περίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα),· πολύ γνωστός ή σημαντικός, Λατ. insignis, σε Ευρ., Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
περίσημος: дор. περίσᾱμος 2 (дор. superl. περισᾱμότατος) замечательный, прославленный (φόνος Eur. - о Данаидах).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίσημος -ον, Dor. περίσᾱμος [περί, σῆμα] zeer beroemd.