ταφή: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(4b)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τᾰφή:''' ἡ<b class="num">1)</b> похороны, погребение Her.: οἱ περὶ τὰς ταφὰς νόμοι Thuc. установленный церемониал погребений;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. место погребения, гробница, могила Her., Soph.;<br /><b class="num">3)</b> плата за погребение (ἡ τοῦ πατρὸς τ. Dem.).
|elrutext='''τᾰφή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> похороны, погребение Her.: οἱ περὶ τὰς ταφὰς νόμοι Thuc. установленный церемониал погребений;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. место погребения, гробница, могила Her., Soph.;<br /><b class="num">3)</b> плата за погребение (ἡ τοῦ πατρὸς τ. Dem.).
}}
}}

Revision as of 19:57, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταφή Medium diacritics: ταφή Low diacritics: ταφή Capitals: ΤΑΦΗ
Transliteration A: taphḗ Transliteration B: taphē Transliteration C: tafi Beta Code: tafh/

English (LSJ)

ἡ, (v. θάπτω)

   A burial, ταφῆς τυχεῖν, κυρῆσαι, Hdt.1.24,112: in pl., mode of burial, Id.2.85,5.8: pl. also of the burials of those who had fallen in battle, δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34; νόμοι... οἷς ἐχρῶντο περὶ τὰς ταφάς ib.52, cf. OGI90.32 (Rosetta, ii B.C.).    2 pl. also, burial-place, Hdt.4.71, 5.63, S. Aj.1090, 1109: later in sg., Sammelb.6028.2, al. (i B.C.): but σῆς εἰ στερήσομαι ταφῆς, of the urn supposed to contain the ashes of Orestes, S.El.1210; so in Egypt, mummy, POxy.736.13 (i A.D.), Wilcken Chr. 499 (ii/iii A.D.), etc.; also, sarcophagus, δευτέρα τ., of a double sarcophagus, PGiss.68.7 (ii A.D.), Arch.Pap.4.133 (ii A.D.).    3 payment for burial, burial-fee, τὸν τὴν τ. τοῦ πατρὸς οὐκ ἀπειληφότα D.25.58; ἐνδεεῖς γενόμενοι εἰς τὴν τ. τὴν Φιλίππου PEnteux.32.6 (iii B.C.); ὑπὲρ τέλους ταφῆς μιᾶς Ostr.Bodl. ii 45 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, Leichenbestattung, Begräbniß, Grab; ἕξουσι δ' ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονός, Aesch. Spt. 800; Her. 1, 24. 112 u. sonst, wie ταφῆς ἀξίας μετέχουσι Plat. Rep. V, 466 e; ταφὰς ποιεῖν, Menex. 234 b; auch im plur. von einer Bestattung, Her. 5, 63; Soph. Ai. 1090. 1109; ταφὰς ποιεῖσθαι, Thuc. 2, 34; τὴν ταφὴν τοῦ πατρὸς οὐκ ἀπέλαβε, er erhielt kein Geld dafür, Dem. 25, 58.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰφή: ἡ, (ἴδε θάπτω), τὸ θάπτειν, θάψιμον, Λατ. sepultura, ταφῆς τυχεῖν, κυρῆσαι Ἡρόδ. 1, 24, 112, κ. ἀλλ.· τρόπος ταφῆς, ὁ αὐτ. 2. 85., 5. 8· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῆς ταφῆς ἢ κηδείας τῶν πεσόντων ἐν μάχῃ. δημοσίᾳ ταφὰς ἐποίησαν Θουκ. 2. 34· νόμοι…, οἷς ἐχρῶντο περὶ τὰς ταφὰς αὐτόθι 52. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τόπος ταφῆς, κοιμητήριον, Ἡρόδ. 4. 71., 5. 63, Σοφ. Αἴ. 1090, 1109· - οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, σῆς εἰ στερήσομαι ταφῆς, ἐπὶ τῆς κάλπης, ἥτις ὑπετίθετο ὅτι περιεῖχε τὴν τέφραν τοῦ Ὀρέστου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1210. 3) ἡ πρὸς ταφὴν δαπάνη, τὸν τὴν ταφὴν τοῦ πατρὸς οὐκ ἀπειληφότα Δημ. 788. 1.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 ensevelissement, sépulture;
2 lieu de sépulture;
3 frais de sépulture.
Étymologie: θάπτω.

English (Strong)

feminine from θάπτω; burial (the act): X bury.

English (Thayer)

ταφῆς, ἡ (θάπτω), from Herodotus down; the Sept. several times for קְבוּרָה and קֶבֶר, burial: Matthew 27:7.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ταπή Α
η τοποθέτηση νεκρού σώματος μέσα στη γη, μέσα σε τάφο, ενταφιασμός, θάψιμο (α. «στην ταφή σου με την πάχνη χύν' η βρύση το νερό», Σολωμ.
β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ.
γ. «ταφῆς ἀξίας μετέχουσιν», Πλάτ.)
αρχ.
1. τόπος ενταφιασμού, νεκροταφείο («Ἀγχιμολίου εἰσὶ ταφαί», Ηρόδ.)
2. δοχείο που περιέχει την τέφρα νεκρού
3. σαρκοφάγος
4. μούμια
5. η δαπάνη που γίνεται για τον ενταφιασμό («τὸν τὴν ταφὴν τοῡ πατρὸς οὐκ ἀπειληφότα», Δημοσθ.)
6. στον πληθ. αἱ ταφαί
τρόπος ενταφιασμού («θρῆνοι δὲ καὶ ταφαί σφεων εἰσὶ αἵδε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταφ- του ρ. θάπ-τω (βλ. λ. θάπτω) + κατάλ. -ή (πρβλ. σφαγ-ή). Ο τ. ταπή με τροπή του δασέος φ στο αντίστοιχο ψιλό].

Greek Monotonic

τᾰφή: ἡ (θάπτω
1. θάψιμο, Λατ. sepultura, σε Ηρόδ.· τρόπος ταφής, στον ίδ.
2. στον πληθ. επίσης, τόπος ταφής, κοιμητήριο, σε Ηρόδ., Σοφ.· στον ενικ., σῆς εἰ στερήσομαι ταφῆς, λέγεται για την τεφροδόχο η οποία θεωρείτο ότι περιείχε την τέφρα του Ορέστη, σε Σοφ.
3. δαπάνη για την ταφή, έξοδα κηδείας, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰφή:
1) похороны, погребение Her.: οἱ περὶ τὰς ταφὰς νόμοι Thuc. установленный церемониал погребений;
2) тж. pl. место погребения, гробница, могила Her., Soph.;
3) плата за погребение (ἡ τοῦ πατρὸς τ. Dem.).