Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑδρορρόα: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(4b)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑδρορρόα:''' ἡ<b class="num">1)</b> канал или канава Arph.;<br /><b class="num">2)</b> сточная труба Arph.
|elrutext='''ὑδρορρόα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> канал или канава Arph.;<br /><b class="num">2)</b> сточная труба Arph.
}}
}}

Revision as of 20:29, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρορρόα Medium diacritics: ὑδρορρόα Low diacritics: υδρορρόα Capitals: ΥΔΡΟΡΡΟΑ
Transliteration A: hydrorróa Transliteration B: hydrorroa Transliteration C: ydrorroa Beta Code: u(drorro/a

English (LSJ)

ἡ, but in Att. also ὑδρορρόη acc. to Moer.p.381 P., and so Polyaen.1.37: (ῥοή):—

   A water-course, whether on the ground, conduit, sluice, Ar.Ach.922,1186; or on the roof, gutter, spout, Id.V.126; ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν Eub.98.4.    II = ὕδρωψ, AB312.    III a hidden rock in the sea, acc. to (the error of) Sch.Ar.Ach.1181.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρορρόα: ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. καὶ ὑδρορρόη, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 492· (ῥοή)· - ἀγωγός, ὀχετὸς ὕδατος, ἢ ἐπὶ τῆς γῆς, αὖλαξ, διῶρυξ, «κανάλι», Ἀριστοφ. Ἀχ. 922, 1186 ἢ ἐπὶ τῆς στέγης, τὸ κοίλωμα πρὸς ὑποδοχὴν τῶν τῆς βροχῆς ὑδάτων καὶ ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἐκρέουσιν, Ἀριστοφ. Σφ. 126· ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 4. ΙΙ. = ὕδρωψ, Α. Β. 312. ΙΙΙ. «ὕφαλος πέτρα» κατὰ τὴν (πιθανῶς ἡμαρτημένην) ἑρμηνείαν τοῦ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1185.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 canal;
2 gouttière.
Étymologie: ὕδωρ, ῥοή.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. υδρορρόη.

Greek Monotonic

ὑδρορρόα: ἡ, αλλά σε Αττ. επίσης -ρόη, αγωγός υδάτων επάνω από το έδαφος, αυλάκι, κανάλι, διώρυγα, σε Αριστοφ.· λέγεται για επάνω στη στέγη, υδρορροή, λούκι, κρουνός νερού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρορρόα:
1) канал или канава Arph.;
2) сточная труба Arph.