τρυγών: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(4b)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῡγών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> горлица Arph., Arst., Men., Theocr., NT;<br /><b class="num">2)</b> рыба скат-шипонос (Raja [[pastinaca]]) Arst., Luc.
|elrutext='''τρῡγών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> горлица Arph., Arst., Men., Theocr., NT;<br /><b class="num">2)</b> рыба скат-шипонос (Raja [[pastinaca]]) Arst., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῡγών, όνος, ἡ, [From [[τρύζω]]<br />the turtle-[[dove]], Ar.
}}
}}

Revision as of 02:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡγών Medium diacritics: τρυγών Low diacritics: τρυγών Capitals: ΤΡΥΓΩΝ
Transliteration A: trygṓn Transliteration B: trygōn Transliteration C: trygon Beta Code: trugw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, (τρύζω)

   A turtle-dove, Columba turtur, Ar.Av.302 (troch.), 979 (hex.), Ev.Luc.2.24, Gal.6.700, etc.; περιστεραὶ τρυγόνες Aristeas 145: prov. of a great talker, τρυγόνος λαλίστερος Men.416, cf.Alex.92.3, Theoc. 15.88, Alciphr.3.29; πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλεις, ἐπὶ τῶν ἐπιπόνως ζώντων, Diogenian.7.71, cf. Hsch. s.v. τρυγονοψάλλειν.    II a kind of fish, the sting-ray, τρυγόνες ὀπισθόκεντροι Epich.66, cf. Arist.HA489b31, Antiph.26.23, Cels.6.9.6, Gal.Vict. Att.8; cf. τρυγόνιος.    III an oviparous quadruped of uncertain kind, Arist.HA540a31.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡγών: -όνος, ἡ, (τρύζω) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς τὸ «τρυγόνι» Columba turtur, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, 979· παροιμία ἐπὶ λάλου ἀνθρώπου, τρυγόνος λαλίστερος Μένανδρος ἐν «Πλοκίῳ» 13, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θράσωνι» 1, ἔνθα: «σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον οὔτε κερκώπην, γύναι, οὐ κίτταν, οὐκ ἀηδόν’, οὔτε τέττιγα», πρβλ. Θεοκρ. 15, 88. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἔχοντος κέντρον κατὰ τὴν οὐράν, «τρυγών· ἰχθὺς θαλάσσιος. ἧς τὸ κέντρον δηλητήριον» (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 41 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1. 23· πρβλ. τρυγόνιος. - Κατὰ τὸν Γάλλον Σοννίνιον τὸ σημερινὸν ὄνομα τοῦ ἰχθύος τούτου εἶναι «σαλάκι» (τουτέστι σελάχιον), ἰδὲ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκράτ. σ. 91 καὶ 197. ΙΙΙ. ᾠοτόκον ζῷον ἀγνώστου εἴδους, (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 3.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
tourterelle, oiseau.
Étymologie: R. Τρυγ, v. τρύζω.

Spanish

tórtola

English (Strong)

from truzo (to murmur; akin to τρίζω, but denoting a duller sound); a turtle-dove (as cooing): turtle-dove.

English (Thayer)

τρυγόνος, ἡ (from τρύζω to murmur, sigh, coo, of doves; cf. γογγύζω), a turtle-dove: Aristophanes, Theocritus, others; Aeh v. h. 1,15; the Sept. for תֹּר.)

Greek Monolingual

-όνος, η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βλ. τρυγόνα.

Greek Monotonic

τρῡγών: -όνος, ἡ, τρυγόνι, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυγών -όνος, ἡ [τρύζω] tortelduif (vogel); overdr.: παύσασθ ’... τρυγόνες houdt op, kletskousen Theocr. Id. 15.88.

Russian (Dvoretsky)

τρῡγών: όνος ἡ
1) горлица Arph., Arst., Men., Theocr., NT;
2) рыба скат-шипонос (Raja pastinaca) Arst., Luc.

Middle Liddell

τρῡγών, όνος, ἡ, [From τρύζω
the turtle-dove, Ar.