ἐπιβατός: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιβᾰτός:''' и 3 предоставляющий доступ, доступный ([[κῶλον]] Her.; [[τεῖχος]] Plut.): χρυσίῳ ἐ. Plut. подкупный; ἐπιβατὴν παρέσχειν τὴν Ἀσίαν τινί Plut. открыть кому-л. доступ в Азию.
|elrutext='''ἐπιβᾰτός:''' и 3 предоставляющий доступ, доступный ([[κῶλον]] Her.; [[τεῖχος]] Plut.): χρυσίῳ ἐ. Plut. подкупный; ἐπιβατὴν παρέσχειν τὴν Ἀσίαν τινί Plut. открыть кому-л. доступ в Азию.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπιβᾰτός, ή, όν [[ἐπιβαίνω]]<br />that can be climbed, [[accessible]], Hdt.; χρυσίῳ ἐπ. [[accessible]] to a [[bribe]], Plut.
}}
}}

Revision as of 14:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβᾰτός Medium diacritics: ἐπιβατός Low diacritics: επιβατός Capitals: ΕΠΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: epibatós Transliteration B: epibatos Transliteration C: epivatos Beta Code: e)pibato/s

English (LSJ)

ή, όν (D.C.44.42),

   A that can be climbed, accessible, Hdt.4.62; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν . . τοῖς τότε ἐγίγνετο πορευομένοις there was a passage for them, Pl.Ti.24e; τὴν Κελτικὴν ἐπιβατὴν ποιῆσαι D.C.l.c.: metaph., χρυσίῳ ἐ. accessible to a bribe, Plu.Dem. 14.    II. παίων ἐ. foot consisting of five long syllables, Id.2.1143b.

German (Pape)

[Seite 929] ersteigbar, Her. 4, 62 u. Folgde; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους, von wo ein Zugang war zu den anderen Inseln, Plat. Tim. 24 e; übertr., χρυσίῳ, dem Golde zugänglich, bestechlich, Plut. Dem. 14. – D. Cass. 14, 42 sagt ἐπιβατὴν Κελτικὴν ποιῆσαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβᾰτός: -ή, -όν, (Δίων Κ. 42. 44), ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, εὐπρόσιτος, Ἡρόδ. 4. 62· ἐξ ἧς ἐπιβατὸν… τοῖς τότε ἐγίγνετο πορευομένοις, ὑπῆρχε δίοδος δι’ αὐτούς, Πλάτ. Τίμ. 24Ε:- μεταφ., χρυσίῳ ἐπ., ὃν δύναταί τις νὰ πείσῃ διὰ δώρων, Πλουτ. Δημοσθ. 14.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπιβατόν· ὁδευομένην» καὶ «ἐπιβατός· λεῖος, ὁμαλός».

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
où l’on peut monter, accessible ; fig. accessible (à la corruption).
Étymologie: ἐπιβαίνω.

Greek Monolingual

ἐπίβατος, -ον (Μ)
προσιτός.
ἐπιβατός, -ή, -όν και -ός, -όν (Α) επιβαίνω
1. προσιτός («ἐπιβατὴν τὴν Κελτικὴν ποιῆσαι»)
2. λείος, ομαλός
3. αυτός που πείθεται με δώρα
4. φρ. «παίων ἐπιβατός» — μετρικός πους που αποτελούνταν από πέντε μακρόχρονες συλλαβές.

Greek Monotonic

ἐπιβᾰτός: -ή, -όν (ἐπιβαίνω), αυτός που μπορεί κάποιος να τον ανέβει, προσπελάσιμος, προσιτός, σε Ηρόδ.· χρυσίῳ ἐπ., καταδεκτικός, επιρρεπής στη δωροδοκία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβᾰτός: и 3 предоставляющий доступ, доступный (κῶλον Her.; τεῖχος Plut.): χρυσίῳ ἐ. Plut. подкупный; ἐπιβατὴν παρέσχειν τὴν Ἀσίαν τινί Plut. открыть кому-л. доступ в Азию.

Middle Liddell

ἐπιβᾰτός, ή, όν ἐπιβαίνω
that can be climbed, accessible, Hdt.; χρυσίῳ ἐπ. accessible to a bribe, Plut.