σκεθρός: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(2b) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[exact]], [[careful]] (Hp., Gal., Lyc.).<br />Other forms: <b class="b3">-ῶς</b> (A. Pr., E. Fr. 87).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: To <b class="b3">σχεῖν</b> with <b class="b3">θρο-</b>suffix and breathdissimilation; semant. slightly unclear: prop. "holding tight, joined"? Against connection with <b class="b3">σχεθεῖν</b> (Chantraine Form. 225, Benveniste Origines 202, Schwyzer 481) speak both the poet. character of the relevant aorist and the numerous other formations containing <b class="b3">σχεῖν</b> : <b class="b3">σχεδόν</b>, <b class="b3">σχολή</b>, <b class="b3">σχέτλιος</b> a. o. | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[exact]], [[careful]] (Hp., Gal., Lyc.).<br />Other forms: <b class="b3">-ῶς</b> (A. Pr., E. Fr. 87).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: To <b class="b3">σχεῖν</b> with <b class="b3">θρο-</b>suffix and breathdissimilation; semant. slightly unclear: prop. "holding tight, joined"? Against connection with <b class="b3">σχεθεῖν</b> (Chantraine Form. 225, Benveniste Origines 202, Schwyzer 481) speak both the poet. character of the relevant aorist and the numerous other formations containing <b class="b3">σχεῖν</b> : <b class="b3">σχεδόν</b>, <b class="b3">σχολή</b>, <b class="b3">σχέτλιος</b> a. o. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=![[σκεθρός]], ή, όν<br />[[exact]], [[careful]]: adv., -ῶς Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ά (Ion. ή), όν,
A exact, careful, γνώμῃ σ. βασανίσας Hp.Mul. 1.11; ἴησις σκεθροτέρη Id.Art.50; δίαιτα Gal.18(2).403; τάλαντον τρυτάνης Lyc.270. Adv. -ρῶς, προὐξεπίστασθαι A.Pr.102, cf. 488; ὁρᾶν E.Fr.87.
German (Pape)
[Seite 891] knapp, genau, sorgfältig; Lyc. 270, ταλάντῳ τρυτάνης; auch Hippocr. – Adv.; πάντα προὐξεπίσταμαι σκεθ ρῶς τὰ μέλλοντα, Aesch. Prom. 102; πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς διώρισα, 486. – Vielleicht von σχεῖν, σχέθειν, was sich genau woran anhält, anschließt.
Greek (Liddell-Scott)
σκεθρός: -ά, -όν, ἀκριβής, ἐπιμελής, προσεκτικός, γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας Ἱππ. 595. 27· ἴησις σκεθροτέρη ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817· δίαιτα Γαλην., κλπ., ἴδε Foës Oecon.· τάλαντον τρυτάνης Λυκόφρ. 270. Ἐπίρρ., σκεθρῶς προ ’ξεπίστασθαι Αἰσχύλ. Πρ. 102, πρβλ. 488· ὁρᾶν Εὐρ. Ἀποσπ. 88. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκεθρόν· ἀκριβές».
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
exact, juste, parfait.
Étymologie: DELG σχεῖν de ἔσχον.
Greek Monolingual
-ά, -όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α
1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.)
2. επιμελής, προσεκτικός.
επίρρ...
σκεθρῶς Α
κατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλεια («προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκεθρός (< σχε-θρός, με ανομοίωση τών δασέων) έχει σχηματιστεί από το θ. σχε- του ἔχω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-σχ-ον, σχε-δόν, σχε-θεῖν) με επίθημα -θρο-ς (βλ. -θρον) και έχει, επομένως, την αρχική σημ. της ρίζας του εχω: segh- «κρατώ γερά»].
Greek Monotonic
σκεθρός: -ά, -όν, ακριβής, σωστός, προσεκτικός· επίρρ. -ῶς, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκεθρός -ά -όν [ἔχω? ( σχεῖν )] nauwkeurig, zorgvuldig.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: exact, careful (Hp., Gal., Lyc.).
Other forms: -ῶς (A. Pr., E. Fr. 87).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: To σχεῖν with θρο-suffix and breathdissimilation; semant. slightly unclear: prop. "holding tight, joined"? Against connection with σχεθεῖν (Chantraine Form. 225, Benveniste Origines 202, Schwyzer 481) speak both the poet. character of the relevant aorist and the numerous other formations containing σχεῖν : σχεδόν, σχολή, σχέτλιος a. o.