γοητεύω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γοητεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> околдовывать, зачаровывать, обольщать (γεγοητευμένος [[ὑπό]] τινος Plat.; γοητευθεὶς καὶ φενακισθείς Dem.; χάριτι καὶ λαμπρότητι τῆς ὄψεως Plut.);<br /><b class="num">2)</b> заниматься колдовством Diog. L. | |elrutext='''γοητεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> околдовывать, зачаровывать, обольщать (γεγοητευμένος [[ὑπό]] τινος Plat.; γοητευθεὶς καὶ φενακισθείς Dem.; χάριτι καὶ λαμπρότητι τῆς ὄψεως Plut.);<br /><b class="num">2)</b> заниматься колдовством Diog. L. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[γόης]]<br />to [[bewitch]], [[beguile]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 9 January 2019
English (LSJ)
A bewitch, beguile, Pl.Grg.483e, etc.:—Pass., Id.R.412e, 413b, D.19.102, etc.; fascinate, as a snake, Plot.4.4.40. 2 abs., play the wizard, D.L.8.59.
German (Pape)
[Seite 500] ein γόης sein, bezaubern, durch Zauberei an sich locken, betrügen, τινά Plat. Men. 80 a; διὰ τῶν ὤτων τοῖς λόγοις Soph. 234 c; καὶ κατεπᾴδω Gorg. 484 a; γοητευθεὶς καὶ φενακισθείς Dem. 19, 102; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γοητεύω: (γόης) δένω διὰ μαγείας, μαγεύω, ἐξαπατῶ, Πλάτ.Φαίδωνι 81Β, Γοργ. 483Ε, κτλ.― Παθ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 412Ε, 413Β, Δημ. 373. 29. 2) ἀπολ., ἐπαγγέλλομαι τὸν μάγον, Διογ. Λ. 8. 59.
French (Bailly abrégé)
tromper par des manœuvres de charlatan.
Étymologie: γόης.
Spanish (DGE)
1 embrujar, hechizar (τοὺς βελτίστους) κατεπᾴδοντές τε καὶ γοητεύοντες Pl.Grg.483e, καὶ νῦν ... γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις Pl.Men.80a, τοὺς νέους ... τοῖς λόγοις γοητεύειν Pl.Sph.234c, γοητεύειν ... αὐτήν (τὴν σελήνην) Plu.2.417a, χάριτι καὶ λαμπρότητι τῆς ὄψεως γοητεύων Plu.2.764e, en v. pas. μήτε γοητευόμενοι μήτε βιαζόμενοι Pl.R.412e, cf. 413b, D.19.102, Plu.2.961e, Ael.NA 12.42, Hld.8.7.2
•fascinar, encantar ὅταν γοητεύῃ ὄφις ἀνθρώπους, σύνεσιν ὁ γοητευόμενος ἔχει Plot.4.4.40, cf. Luc.Salt.63
•abs. hacer magia, actuar como brujo τῷ Ἐμπεδοκλεῖ γοητεύοντι D.L.8.59, cf. Hom.Clem.3.15.1.
2 fig. engañar con palabrería, embaucar ψευδόμενος τὰ πολλὰ καὶ γοητεύων τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἕνεκα Luc.Deor.Con.12, cf. Hld.2.11.3, Hsch.
Greek Monolingual
(AM γοητεύω) γόης
ασκώ μαγική επίδραση, μαγεύω
νεοελλ.
σαγηνεύω
(αρχ.- μσν.) παραπλανώ, παρασύρω
αρχ.
είμαι μάγος.
Greek Monotonic
γοητεύω: (γόης), μέλ. -σω, δένω με μάγια, μαγεύω, εξαπατώ, αποπλανώ, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γοητεύω:
1) околдовывать, зачаровывать, обольщать (γεγοητευμένος ὑπό τινος Plat.; γοητευθεὶς καὶ φενακισθείς Dem.; χάριτι καὶ λαμπρότητι τῆς ὄψεως Plut.);
2) заниматься колдовством Diog. L.