κατουρώ: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] [[ούρα]], [[ουρώ]] («[[κυνίδιον]]... κατουρῆσαν [[πολλάκις]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βρέχω]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα [[ούρα]] μου (α. «το [[μωρό]] μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά κάποιον, [[περιφρονώ]] κάποιον, δεν τον [[λογαριάζω]] («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατουριούμαι</i> και -<i>ιέμαι</i><br />α) [[ουρώ]] ακουσίως [[πάνω]] μου<br />β) [[αισθάνομαι]] την [[ανάγκη]] να ουρήσω<br />γ) [[φοβάμαι]] υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — [[πρέπει]] [[πάντοτε]] να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρέω]] / -<i>ῶ</i> «[[κατουρώ]]»].<br /><b>(II)</b><br />κατουρῶ, -όω (Α)<br />[[πλέω]] με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν [[πλῆθος]] ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν [[αὖθις]] ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ουρόω</i> / -<i>ῶ</i> ([[οὖρος]] (I) «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]»), | |mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] [[ούρα]], [[ουρώ]] («[[κυνίδιον]]... κατουρῆσαν [[πολλάκις]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βρέχω]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα [[ούρα]] μου (α. «το [[μωρό]] μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά κάποιον, [[περιφρονώ]] κάποιον, δεν τον [[λογαριάζω]] («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατουριούμαι</i> και -<i>ιέμαι</i><br />α) [[ουρώ]] ακουσίως [[πάνω]] μου<br />β) [[αισθάνομαι]] την [[ανάγκη]] να ουρήσω<br />γ) [[φοβάμαι]] υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — [[πρέπει]] [[πάντοτε]] να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρέω]] / -<i>ῶ</i> «[[κατουρώ]]»].<br /><b>(II)</b><br />κατουρῶ, -όω (Α)<br />[[πλέω]] με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν [[πλῆθος]] ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν [[αὖθις]] ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ουρόω</i> / -<i>ῶ</i> ([[οὖρος]] (I) «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]»), [[πρβλ]]. <i>απ</i>-[[ουρώ]], <i>επ</i>-[[ουρώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:17, 23 August 2021
Greek Monolingual
(I)
-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)
1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.)
2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. μεταχειρίζομαι υβριστικά κάποιον, περιφρονώ κάποιον, δεν τον λογαριάζω («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)
2. μέσ. κατουριούμαι και -ιέμαι
α) ουρώ ακουσίως πάνω μου
β) αισθάνομαι την ανάγκη να ουρήσω
γ) φοβάμαι υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)
3. φρ. «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος
4. παροιμ. «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐρέω / -ῶ «κατουρώ»].
(II)
κατουρῶ, -όω (Α)
πλέω με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν αὖθις ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ουρόω / -ῶ (οὖρος (I) «ευνοϊκός άνεμος»), πρβλ. απ-ουρώ, επ-ουρώ].