ἴαμα: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(1ab) |
(c1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἰάομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a [[means]] of [[healing]], [[remedy]], [[medicine]], Hdt., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἴασις]], NTest. | |mdlsjtxt=[[ἰάομαι]]<br /><b class="num">I.</b> a [[means]] of [[healing]], [[remedy]], [[medicine]], Hdt., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἴασις]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':‡ama 衣阿馬<p>'''詞類次數''':名詞(3)<p>'''原文字根''':治愈 相當於: ([[רָפָא]]‎)<p>'''字義溯源''':醫治,醫病;源自([[ἰάομαι]])*=治好)<p/>'''出現次數''':總共(3);林前(3)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 醫病的(3) 林前12:9; 林前12:28; 林前12:30 | |||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 2 October 2019
English (LSJ)
Ion. ἴημα, ατος, τό, (ἰάομαι)
A remedy, medicine, Hdt.3.130, Hp.Acut.6, Th.2.51, Pl.Lg.771c, etc.; στεναγμοί, τῶν πόνων ἰάματα v.l. in A.Fr.385. II = ἴασις, ἰάματα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκλαπιοῦ IG4.951.2(Epid.), cf. 1 Ep.Cor.12.9(pl.). 2 soothing, pacification, LXXEc.10.4.
German (Pape)
[Seite 1232] τό, ion. ἴημα, Heilmittel, Heilung; κακῶν Aesch. frg. 296; ἤπια ἰήματα Her. 3, 130; Hippocr.; ἴαμα τῶν παθημάτων γιγνόμενον Plat. Tim. 66 c; αἱ περὶ τὰ τῶν Κορυβάντων ἰάματα τελοῦσαι Legg. VII, 790 d; Sp., Luc. calumn. 17 ἴαμα προσάπτειν τινί, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἴᾱμα: Ἰων. ἴημα, τό, (ἰάομαι) μέσον ἰάσεως, ἰάτρευμα, θεραπεία, «ἰατρικόν», Ἡρόδ. 3. 130, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Θουκ. 2. 51, Πλάτ., κλ.· στεναγμοί, τῶν πόνων ἰάματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 382. ΙΙ. = ἴασις, Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
remède.
Étymologie: ἰάομαι.
English (Strong)
from ἰάομαι; a cure (the effect): healing.
English (Thayer)
ἰαματος, τό (ἰάομαι);
1. a means of healing, remedy, medicine; (Herodotus 3,130; Thucydides 2,51; Polybius 7,14, 2; Plutarch, Lucian, others).
2. a healing: plural, Plato, legg. 7, p. 790d.).
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα)
μέσο θεραπείας, φάρμακο
μσν.-αρχ.
θεραπεία
αρχ.
καταπράυνση, κατευνασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + κατάλ. -μα (πρβλ. θρύλη-μα, ποίη-μα)].
Greek Monotonic
ἴᾱμα: Ιων. ἴημα, -ατος, τό (ἰάομαι)·
I. μέθοδος ίασης, γιατρειά, θεραπεία, γιατρικό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. = ἴασις, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἴᾱμα: ион. ἴημα, ατος (ῑ) τό
1) целительное средство, лекарство (ἤπια καὶ ἰσχυρὰ ἰήματα Her.; ἴ. καὶ φάρμακον πάθους τινός Plut.);
2) исцеление (κακῶν Aesch., Plut.; παθημάτων Plat.): ἰάματα προσάπτειν τινί Luc. приписывать кому-л. исцеления; χαρίσματα ἰαμάτων NT дар исцеления.
Middle Liddell
ἰάομαι
I. a means of healing, remedy, medicine, Hdt., Thuc.
II. = ἴασις, NTest.
Chinese
原文音譯:‡ama 衣阿馬詞類次數:名詞(3)
原文字根:治愈 相當於: (רָפָא)
字義溯源:醫治,醫病;源自(ἰάομαι)*=治好)
出現次數:總共(3);林前(3)
譯字彙編:
1) 醫病的(3) 林前12:9; 林前12:28; 林前12:30