ἀμφίβιος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfivios | |Transliteration C=amfivios | ||
|Beta Code=a)mfi/bios | |Beta Code=a)mfi/bios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">living a double life</b>, esp. | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">living a double life</b>, esp. [[amphibious]], <b class="b3">νομή</b>, of frogs, <span class="bibl">Batr.59</span>; ἀ. στόμα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epigr.</span>2</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ax.</span>368b</span>; θήρ <span class="bibl">Man.4.23</span>; of plants, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.4.3</span>; <b class="b3">ἀμφίβιον, τό,</b> = [[ἀλόη]], Ps.-Dsc.3.22:—said by Thphr. (<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>171.12</span>) to have been first used by Democr. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., of the soul, <b class="b2">denizen of two worlds</b>, <span class="bibl">Plot.4.8.4</span>; of man, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>23p.468M.</span>; ὁ κατὰ τὴν ζωὴν κόσμος ἐστὶν οἷον ἀμφίβιον <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>81</span>, cf. <span class="bibl">85</span>; <b class="b3">φύσις ἀ</b>. ib.<span class="bibl">399</span>, cf. <span class="bibl">400</span>; of the moon, ἄστρον ἀ. πρὸς νύκτα καὶ ἡμέραν <span class="bibl">Max.Tyr.40.4</span>; of Tiresias (who lived both as man and as woman), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Astr.</span>11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:30, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A living a double life, esp. amphibious, νομή, of frogs, Batr.59; ἀ. στόμα Pl.Epigr.2, cf. Ax.368b; θήρ Man.4.23; of plants, Thphr.HP1.4.3; ἀμφίβιον, τό, = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22:—said by Thphr. (Fr.171.12) to have been first used by Democr. 2 metaph., of the soul, denizen of two worlds, Plot.4.8.4; of man, Hierocl.in CA23p.468M.; ὁ κατὰ τὴν ζωὴν κόσμος ἐστὶν οἷον ἀμφίβιον Dam.Pr.81, cf. 85; φύσις ἀ. ib.399, cf. 400; of the moon, ἄστρον ἀ. πρὸς νύκτα καὶ ἡμέραν Max.Tyr.40.4; of Tiresias (who lived both as man and as woman), Luc.Astr.11.
German (Pape)
[Seite 136] doppellebig, auf dem Lande und im Wasser lebend, νόμος, doppelte Lebensweise, Batr. 59; nach Theophr. frg. 12, 12 zuerst von Demokrit gebraucht; Plat. Ax. 368 b; στόμα, des Frosches, Plat. 8 (VI, 43); τό, Amphibie, Plut. Symp. 2, 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβιος: -ον, ὁ διαβιῶν ἔν τε τῷ ὕδατι καὶ τῇ ξηρᾷ, «ὁ ἐν γῇ καὶ ὕδατι ζῆν δυνάμενος», Ἡσύχ. ἐπὶ βατράχων, Βατραχομ. 59· οὕτως, ἀμφ. στόμα Ἀνθ. Π. 6. 43, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 368Β: ― Ὁ Θεόφραστος λέγει (Ἀποσπ. 12. 12) ὅτι τὴν λέξιν μετεχειρίσθη κατὰ πρῶτον ὁ Δημόκριτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit dans deux éléments (sur terre et dans l’eau), amphibie.
Étymologie: ἀμφί, βίος.
Spanish (DGE)
-ον
I que tiene dos géneros de vida una acuática y otra terrestre, anfibio de las ranas y otros animales ἀμφίβιον γὰρ ἔδωκε νομὴν βατράχοισι Batr.59, κορδύλος Arist.Fr.320, cf. Thphr.Fr.171.12, Ph.1.220, θήρ Man.4.23, cf. Plu.2.636e
•de ciertas aves, porque comen lo producido por la tierra y el agua, Varro RR 3.10.1, Colum.8.13.1
•del ser humano ἀμφίβιοι γὰρ τρόπον τινά ἐσμεν Str.1.1.16
•de ciertas plantas, Thphr.HP 1.4.3
•subst. τὸ ἀ. el áloe Ps.Dsc.3.22.
II fig.
1 que tiene dos vidas de la luna, una diurna y otra nocturna, Max.Tyr.40.4
•de Tiresias, hombre y mujer, Luc.Astr.11.
2 que participa de lo humano y de lo divino del alma, Plot.4.8.4, del hombre, Hierocl.in CA 23.2, φύσις Dam.Pr.399.
III adv. -ως a modo de anfibio Dion.Ar.M.3.696C.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμφίβιος, -ον)
(για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. αυτός που μπορεί να ζει και στη στεριά και στο νερό
νεοελλ.
1. λέγεται επεκτατικά για τα οχήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τις ανάγκες και στο νερό και στη στεριά
2. (το ουδέτερο πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αμφίβια
αρχ.
λέγεται μτφ.: α) για την ψυχή ως κάτοικο δύο κόσμων β) για τον Τειρεσία που έζησε και ως άντρας και ως γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βίος.
Greek Monotonic
ἀμφίβιος: -ον, αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. και στη στεριά και στη θάλασσα (νερό), αμφίβιος, σε Βατραχομ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίβιος: ведущий двойной образ жизни, т. е. земноводный (νομή Batr.; ζῷον Plat.; στόμα βατράχου Anth.).
Middle Liddell
living a double life, i. e. both on land and in water, amphibious, Batr., Anth.