δυστυχία: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dystychia
|Transliteration C=dystychia
|Beta Code=dustuxi/a
|Beta Code=dustuxi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ill luck, ill fortune</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>388</span> (lyr.), al.; τοῦ πάθους ἡ δ. <span class="bibl">Th.6.55</span>, etc.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ill luck]], [[ill fortune]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>388</span> (lyr.), al.; τοῦ πάθους ἡ δ. <span class="bibl">Th.6.55</span>, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:18, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστῠχία Medium diacritics: δυστυχία Low diacritics: δυστυχία Capitals: ΔΥΣΤΥΧΙΑ
Transliteration A: dystychía Transliteration B: dystychia Transliteration C: dystychia Beta Code: dustuxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ill luck, ill fortune, E.Ba.388 (lyr.), al.; τοῦ πάθους ἡ δ. Th.6.55, etc.

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, das Mißglücken, Unglüch, Eur. Suppl. 67 u. öfter; Thuc. 6, 55 Plat. Apol. 25 a u. A.

Greek (Liddell-Scott)

δυστῠχία: ἡ, κακὴ τύχη, ἀτυχία, Εὐρ. Βάκχ. 387 κ. ἀλλ., Θουκ. 6. 55, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malheur, mauvaise fortune.
Étymologie: δυστυχής.

Spanish (DGE)

(δυστῠχία) -ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Thgn.1188, Democr.B 106
1 infortunio, desventura, desgracia φυγεῖν ... βαρεῖαν δυστυχίην Thgn.l.c., ἐν δὲ δυστυχίῃ (φίλον εὑρεῖν) πάντων ἀπορώτατον Democr.l.c., ἀνόμου τ' ἀφροσύνας τὸ τέλος δ. E.Ba.388, ἑλισσόμεσθ' ἐκεῖθεν ἐνθάδε δυστυχίαισιν εὐτυχίαις τε πάλιν E.Io 1505, πολλήν γέ μου κατέγνωκας δυστυχίαν me has culpado de una gran desventura (la corrupción de la juventud), Pl.Ap.25a, cf. Isoc.2.12, ἐπέδειξαν δὲ καὶ ἐν ταῖς δυστυχίαις τὴν ἑαυτῶν ἀρετήν Lys.2.58, δυστυχίαις περιπίπτειν Aesop.99.3, ἐν δυστυχίαις διάξει Vett.Val.157.7, cf. I.AI 18.343, Gal.14.600, POxy.120.5 (IV d.C.), κάκωσις ἢ δ. Plu.2.24f, ἄρρητοι καὶ ἄπιστοι δυστυχίαι Plu.Luc.20, δ. ἀκούσιος D.C.52.33.8
c. gen. subjet. τέκνων καὶ ... ἀπογόνων Arist.EN 1100a21, τῶν δεσποτῶν D.Chr.7.35, cf. D.H.2.3
c. gen. explicativo τοῦ πάθους τῇ δυστυχίᾳ ὀνομασθέντα renombrado por la desgracia de su pasión amorosa Th.6.55
c. ἐπί y dat. ἐπὶ τῷ τὸν χρόνον ἀπολέσαι Gal.10.560
rel. la guerra desastre, derrota c. gen. subjet. διὰ τὴν τῆς μοίρας δυστυχίαν X.HG 4.5.19, cf. D.S.16.20.
2 mala suerte αἱ δὲ τοιαῦται ἁμαρτίαι πρόσκεινται μὲν δυστυχίᾳ Philostr.VA 5.33, c. gen. subjet. Λιβύων Aristid.Or.26.70.

Greek Monolingual

και δυστυχιά, η (AM δυστυχία)
1. ατυχία, κακοτυχία («πολλὴν γ' ἐμοῡ κατέγνωκας δυστυχίαν», Πλάτ.)
2. η κατάσταση του δυστυχούς, συμφορά, η δυστυχία τών προσφύγων («εἰ δυστυχίας ἀνδρῶν ὀδυροίμην»)
νεοελλ.
1. δυστύχημα («τον βρήκαν πολλές δυστυχίες»)
2. οικονομική εξαθλίωση
αρχ.
στρατιωτική καταστροφή.

Greek Monotonic

δυστῠχία: ἡ, κακή τύχη, ατυχία, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

δυστῠχία: ἡ тж. pl. несчастная судьба, несчастье Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

δυστῠχία, ἡ, [from δυστῠχής]
ill luck, ill fortune, Eur., Thuc., etc.