ἔριον: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(1ab)
(1b)
Line 42: Line 42:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔρος]], [[εἶρος]]<br />[[wool]], in sg. and pl., Hom., [[attic]]:— εἴρια ἀπὸ ξύλου [[cotton]] (Germ. Baumwolle, [[tree]]-[[wool]]), Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἔρος]], [[εἶρος]]<br />[[wool]], in sg. and pl., Hom., [[attic]]:— εἴρια ἀπὸ ξύλου [[cotton]] (Germ. Baumwolle, [[tree]]-[[wool]]), Hdt.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἔριον''': {érion}<br />'''Meaning''': [[Wolle]]<br />'''See also''': s. [[εἶρος]].<br />'''Page''' 1,559
}}
}}

Revision as of 14:40, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔριον Medium diacritics: ἔριον Low diacritics: έριον Capitals: ΕΡΙΟΝ
Transliteration A: érion Transliteration B: erion Transliteration C: erion Beta Code: e)/rion

English (LSJ)

τό, Ion. εἴριον GDIiv p.876 (Chios, iv B. C., also written ἔρια ibid.), Hdt., Hp., and always in Hom. (indicating ἐρϝ-) exc. gen. ἐρίοιο in Od.4.124:—

   A wool, Il.12.434, Od.l.c., Pl.Smp.175d ; ἐρίῳ στέψαντες, i.e. with woollen fillets, Id.R.398a, etc.: freq. in pl., Il. 3.388, Od.18.316 ; εἴρια ῥυπαρά, ἔρια οἰσυπηρά, greasy wool, Hp. Fract.21, Dsc.2.74 ; ἔρια καθαρά PCair.Zen.12.62 (iii B. C.); τἄρια, crasis for τὰ ἔ., Ar.Ra.1387 ; οὖλα ἔρια ib.1067 ; ἔ. πεπταμένα outspread flocks of wool, Id.Nu.343 ; ἐρίων τάλαντον Id.V.1147 ; τὰ Μιλήσια ἔ. Eub.90.3, cf. Amphis 27.1 ; εἴρια ἀπὸ ξύλου cotton, Hdt.3. 47, cf. 106 ; τὸ ἔ. [τῆς ἀράχνης] a spider's web, Philostr.Im.2.28 ; τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔ., of the byssus of the pinna, Alciphr.1.2. (ἔρια Schwyzer 180 (Crete) without initial ϝ-; Lat. vervex perh. not cogn.)

German (Pape)

[Seite 1030] τό, ion. u. ep. εἴριον (eigtl. dim. von ἔρος, εἶρος), die Wolle, Od. 4, 124; Hippocr.; Ar. Vesp. 701; Plat. Conv. 175 d u. Folgde; häufiger im plur., Ar. Vesp. 1147, u. in Prosa; – εἴρια τὰ ἀπὸ ξύλων, Baumwolle, Her. 3, 47. 106; Theophr.; – ἔρια ἐκ τῆς θαλάττης, von der Seide der Pinne, Alciphr. 1, 2; τῆς ἀράχνης, Philostr. imag. 2, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρῐον: τὸ Ἰων. ἐΐριον Ἡρόδ., Ἱππ., καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν τῆς γεν. ἐρίοιο ἐν Ὀδ. Α. 124: - ἔριον, μαλλίον, Ἰλ. Μ. 434, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Συμπ. 175D, Πολ. 398Α· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ.Γ. 388, Ὀδ. Σ. 316· τἄρια, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἔρια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1387· ἔρια οὖλα αὐτόθι 1067· εἴξασιν δ’ οὖν ἐρίοισιν πεπταμένοισι, ὁμοιάζουσι μὲ «μαλλιὰ ἁπλωμένα», περὶ τῶν νεφελῶν, ὁ αὐτ. Νεφ. 343· ἐρίων τάλαντον ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1147· τὰ Μιλήσια, ἔρια Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1· εἴρια ἀπὸ ξύλου, βάμβαξ (Γερμ. Baumwolle, δενδρόμαλλον), Ἡρόδ. 3. 47, πρβλ. 106., 7. 65· οὕτω, τὸ ἔριον τῆς ἀράχνης, ὁ ἱστὸς αὐτῆς, Φιλόστρ. 853· τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια, περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν νεωτέρων φυσιολόγων ὀνομαζομένου βύσσου, τοῦ γενείου τῆς πίνης, δι’ οὗ εἶναι προσκεκολλημένη εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης· ἐκ τῶν ἐρίων τούτων καὶ νῦν ἔτι ἐν Τάραντι τῆς Ἰταλίας κατασκευάζουσι λεπτοϋφῆ χερόκτια. Ἀλκίφρ 1. 2. (Ἐκ τῆς √ΕP παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις εἶρος, ἐρέα, ἐρεοῦς, εὔερος· πρβλ. Σανσκρ. ur-â, ur-anas (πρόβατα), ûr-na (ἔριον)· Λατ. vell-us, vill-us· Γότθ. vull-a (ἔριον)· Ἀγγλ. wool, Λιθ. vil-na· Σλαυ. vlu-na.)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 laine, toison de laine;
2 p. ext. ou p. anal. εἴρια ἀπὸ ξύλων HDT laine de cotonnier, coton.
Étymologie: dim. de ἔρος.

English (Autenrieth)

wool, Od. 4.124, Il. 12.434, pl., Il. 3.388, etc.

Spanish

lana

English (Strong)

of obscure affinity; wool: wool.

English (Thayer)

ἐρίου, τό (diminutive of τό ἔρος or εἶρος), wool: Homer down.)

Greek Monotonic

ἔριον: τό, Ιων. εἴριον (ἔρος, εἶρος), μαλλί, στον ενικ. και πληθ., σε Όμηρ., Αττ.· εἴριαἀπὸ ξύλου, βαμβάκι (γερμ. Baum-wolle), σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔριον: эп.-ион. εἴριον τό [demin. к ἔρος (преимущ. pl., in crasi τἄρια) шерсть Arst., Plut.: χιτὼν οὔλων ἐρίων Arph. хитон из мягкой шерсти; εἴρια τὰ ἀπὸ ξύλων Her. древесная шерсть, т. е. хлопок.

Frisk Etymological English

See also: s. εἶρος.

Middle Liddell

ἔρος, εἶρος
wool, in sg. and pl., Hom., attic:— εἴρια ἀπὸ ξύλου cotton (Germ. Baumwolle, tree-wool), Hdt.

Frisk Etymology German

ἔριον: {érion}
Meaning: Wolle
See also: s. εἶρος.
Page 1,559