ζηλοτυπία: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zilotypia
|Transliteration C=zilotypia
|Beta Code=zhlotupi/a
|Beta Code=zhlotupi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">jealousy, rivalry, envy</b>, <span class="bibl">Aeschin.3.81</span>, <span class="title">Com.Adesp.</span>16.20D.; ζ. καὶ φθόνος τῆς δόξης <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>10</span>; ἡ κατὰ τὴν τέχνην ζ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>2</span>; ζ. πρός τινα Plu.2.276b; θυσία ζηλοτυπίας <span class="bibl">LXX<span class="title">Nu.</span>5.15</span>: pl., Phld.<span class="title">Rh.</span>2.139S.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[jealousy]], [[rivalry]], [[envy]], <span class="bibl">Aeschin.3.81</span>, <span class="title">Com.Adesp.</span>16.20D.; ζ. καὶ φθόνος τῆς δόξης <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>10</span>; ἡ κατὰ τὴν τέχνην ζ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>2</span>; ζ. πρός τινα Plu.2.276b; θυσία ζηλοτυπίας <span class="bibl">LXX<span class="title">Nu.</span>5.15</span>: pl., Phld.<span class="title">Rh.</span>2.139S.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:45, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλοτῠπία Medium diacritics: ζηλοτυπία Low diacritics: ζηλοτυπία Capitals: ΖΗΛΟΤΥΠΙΑ
Transliteration A: zēlotypía Transliteration B: zēlotypia Transliteration C: zilotypia Beta Code: zhlotupi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A jealousy, rivalry, envy, Aeschin.3.81, Com.Adesp.16.20D.; ζ. καὶ φθόνος τῆς δόξης Plu.Per.10; ἡ κατὰ τὴν τέχνην ζ. Luc.Cal.2; ζ. πρός τινα Plu.2.276b; θυσία ζηλοτυπίας LXXNu.5.15: pl., Phld.Rh.2.139S.

German (Pape)

[Seite 1139] ἡ, Eifersucht, Neid, πρός τινα ὑπέρ τινος, Aesch. 3, 81; καὶ φθόνος Plut. Pericl. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλοτῠπία: ἡ, «ζήλια», φθόνος, Αἰσχίν. 65. 16· ζ. καὶ φθόνος Πλούτ. Περικλ. 10· κατὰ τὴν τέχνην ζ. Λουκ. Διαβολ. 2· ζ. πρός τινα Πλούτ. 2. 276B.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jalousie.
Étymologie: ζηλότυπος.

Greek Monolingual

η (AM ζηλοτυπία) ζηλότυπος
1. ο φθόνος, η λύπη για την υπεροχή του άλλου
2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχία και καχυποψία για τη συζυγική ή ερωτική πίστη
αρχ.
ερεθισμός, οργή.

Greek Monotonic

ζηλοτῠπία: ἡ, ζήλια, φθόνος, αντιζηλία, σε Αισχίν., Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλοτυπία -ας, ἡ [ζηλοτυπέω] jaloezie:. διὰ ζηλοτυπίαν καὶ φθόνον τῆς δόξης vanwege jaloezie en afgunst om zijn reputatie Plut. Per. 10.7.

Russian (Dvoretsky)

ζηλοτῠπία:
1) зависть: ζ. πρός τινα ὑπέρ τινος Aeschin. зависть к кому-л. в чем-л.; ζ. κατὰ τὴν τέχνην Luc. завидование (чьему-л.) мастерству;
2) тж. pl. ревность: ζ. πρός τινα διά τινα Plut. ревность кого-л. к кому-л.

Middle Liddell

ζηλοτῠπία, ἡ,
jealousy, rivalry, Aeschin., Plut. [from ζηλότῠπος]