ἰσόπαλος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(1ab) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσόπᾰλος''': -ον, = τῷ [[ἰσοπαλής]], Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 36, Δίων Κ. 40. 42, | |lstext='''ἰσόπᾰλος''': -ον, = τῷ [[ἰσοπαλής]], Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 36, Δίων Κ. 40. 42, Πολυδ. Γ΄, 149, Ε΄, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ἰσοκέφαλος]], [[ἰσόμαχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,= foreg., Luc.Nav.36, D.C.40.42, Poll.3.149,5.157, Hsch.; prob. in Ibyc.14, X.Ages.2.9.
German (Pape)
[Seite 1265] dasselbe, Sp., wie D. Cazz. 40, 42, φάλαγγας ἰσοπάλο υς wird für ἰσομάλους Xen. Ages. 2, 9 geändert.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπᾰλος: -ον, = τῷ ἰσοπαλής, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 36, Δίων Κ. 40. 42, Πολυδ. Γ΄, 149, Ε΄, Ἡσύχ.· πρβλ. ἰσοκέφαλος, ἰσόμαχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ισόπαλος, -ον)
ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα
νεοελλ.
ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος.
επίρρ...
ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως)
με ισοπαλία, με ίση επίδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλος (< πάλη), πρβλ. αντί-παλος, πρωτό-παλος].
Greek Monotonic
ἰσόπᾰλος: -ον, = το προηγ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόπᾰλος: Luc. = ἰσοπαλής.
Middle Liddell
ἰσό-πᾰλος, ον = ἰσοπᾰλής, Luc.]