στολίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stolis
|Transliteration C=stolis
|Beta Code=stoli/s
|Beta Code=stoli/s
|Definition=ίδος, ἡ,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> στολή <span class="bibl">11</span>, <b class="b2">garment, robe</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1491</span> (lyr.), <span class="title">AP</span>7.27 (Antip. Sid.), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>6178</span> (Egypt, metr.), etc.; <b class="b3">νεβρῶν στολίδες</b>, i.e. fawnskins <b class="b2">worn as garments</b>, <span class="bibl">E. <span class="title">Hel.</span>1359</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">sails</b>, AP10.6 (Satyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> pl., <b class="b2">folds</b> in a woman's robe, πέπλων <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>936</span>; τῶν ἀνδριάντων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Aud.</span>802a38</span>; cf. [[στολιδωτός]]: of <b class="b2">wrinkles</b> or <b class="b2">folds</b> in the womb or other parts, <span class="bibl">Sor.1.14</span>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.44.8.14</span>; of rugose ulcers, Gal.12.231, al.; also <b class="b2">wrinkles</b> on the forehead, <span class="bibl">Poll.2.46</span>, cf. Plu.2.64a.</span>
|Definition=ίδος, ἡ,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> στολή <span class="bibl">11</span>, <b class="b2">garment, robe</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1491</span> (lyr.), <span class="title">AP</span>7.27 (Antip. Sid.), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>6178</span> (Egypt, metr.), etc.; <b class="b3">νεβρῶν στολίδες</b>, i.e. fawnskins <b class="b2">worn as garments</b>, <span class="bibl">E. <span class="title">Hel.</span>1359</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[sails]], AP10.6 (Satyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> pl., [[folds]] in a woman's robe, πέπλων <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>936</span>; τῶν ἀνδριάντων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Aud.</span>802a38</span>; cf. [[στολιδωτός]]: of [[wrinkles]] or [[folds]] in the womb or other parts, <span class="bibl">Sor.1.14</span>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.44.8.14</span>; of rugose ulcers, Gal.12.231, al.; also [[wrinkles]] on the forehead, <span class="bibl">Poll.2.46</span>, cf. Plu.2.64a.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:45, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολίς Medium diacritics: στολίς Low diacritics: στολίς Capitals: ΣΤΟΛΙΣ
Transliteration A: stolís Transliteration B: stolis Transliteration C: stolis Beta Code: stoli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,=

   A στολή 11, garment, robe, E.Ph.1491 (lyr.), AP7.27 (Antip. Sid.), Sammelb.6178 (Egypt, metr.), etc.; νεβρῶν στολίδες, i.e. fawnskins worn as garments, E. Hel.1359 (lyr.).    2 sails, AP10.6 (Satyr.).    II pl., folds in a woman's robe, πέπλων E.Ba.936; τῶν ἀνδριάντων Arist.Aud.802a38; cf. στολιδωτός: of wrinkles or folds in the womb or other parts, Sor.1.14, Heliod. ap. Orib.44.8.14; of rugose ulcers, Gal.12.231, al.; also wrinkles on the forehead, Poll.2.46, cf. Plu.2.64a.

German (Pape)

[Seite 946] ἡ, = στολή, 1) Kleid, Antip. Sid. 34 (Plan. 176) u. öfter; – νηῶν στολίδες λεπταλέαι, Segel, Satyr. 6 (X, 6); – στολὶς ἄκρα, = ἀκροστόλιον, Eratosth. catast. 35. – 2) eine Falte im Kleide, welche auf der Ferse ruht, αἱ ἐξεπίτηδες ὑπὸ δεσμοῦ γιγνόμεναι κατὰ τέλη τοῖς χιτῶσιν ἐπιπτυχαί, Poll. 7, 54; Eur. Bacch. 924. – Auch Runzel, κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι, Plut. discr. ad. et amic. 32; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στολίς: -ίδος, ἡ, = στολὴ ΙΙ, ἔνδυμα, ἐσθής, Ἐυρ. Φοίν. 1491, Ἀνθ. Π. 7. 27, κτλ.· νεβρῶν στολίδες, δηλ. νεβρίδες φορούμεναι ὡς ἐνδύματα, Εὐρ. Ἑλ. 1539. 2) νηῶν στολίδες, ἱστία, Ἀνθ. Π. 10. 6· - ἀλλά, στολὶς ἄκρα = ἀκροστόλιον (ὃ ἴδε), Ἐρατοσθ. Καταστ. 35. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., πτυχαί, «τσακίσματα» ἐνδύματος, πέπλων Εὐρ. Βάκχ. 936· τῶν ἀνδριάντων Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· πρβλ. στολιδωτός· οὕτως, ἐπὶ τῶν ῥυτίδων ἢ πτυχῶν τῆς μήτρας καὶ ἄλλων μερῶν, Ἰατρ.· ὡσαύτως αἱ πτυχαὶ ἢ ῥυτίδες συνωφρυωμένου μετώπου, Πλούτ. 2. 64Α, πρβλ. Πολυδ. Β, 46.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 vêtement, robe;
2 pli d’un vêtement ; en gén. pli, ride.
Étymologie: στέλλω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. στολή, ενδυμασία («στολίδα κροκόεσσαν», Ευρ.)
2. ιστίο, πανίνηῶν στολίδες λεπταλέαι», Ανθ. Παλ.)
3. ρυτίδα, ζαρωματιά του δέρματος («κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι», Πλούτ.)
4. πτυχή διαφόρων οργάνων του σώματος («ή μήτρα κατά τὸν πυθμένα στολίδας ἔχει δύο», Σωρ.)
5. στον πληθ. αἱ στολίδες
πτυχές ενδύματος, πιέτες («πέπλων στολίδες ὑπὸ σφυροῑσιν τείνουσιν», Ευρ.)
6. φρ. «νεθρών στολίδες» — δέρματα που φοριούνται ως φορέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμ-ίς)].

Greek Monotonic

στολίς: -ίδος, ἡ, = στολή II,
I. 1. ένδυμα, φόρεμα, εσθήτα, σε Ευρ. κ.λπ.· νεβρῶν στολίδες, δηλ. δέρματα από νεαρά ελαφάκια που τα φορούσαν ως ενδύματα, στον ίδ.
2. νηῶν στολίδες, πανιά των πλοίων, σε Ανθ.
II. στον πληθ., πτυχές ενδύματος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στολίς: ίδος (ῐδ) ἡ στέλλω
1) одеяние, одежда, платье (κροκόεσσα Eur.);
2) шкура (νεβρῶν στολίδες Eur.);
3) полотнище: νηῶν στολίδες Anth. корабельные паруса;
4) складка, сборка, морщина (πέπλων στολίδες Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στολίς -ίδος, ἡ [στέλλω] kleed, gewaad, mantel:. νεβρῶν στολίδες mantels van huiden van jonge herten Eur. Hel. 1359. vouw, plooi. Eur. Ba. 936.

Middle Liddell

στολίς, ίδος, ἡ, = στολή II]
I. a garment, robe, Eur., etc.; νεβρῶν στολίδες, i. e. fawnskins worn as garments, Eur.
2. νηῶν στολίδες sails, Anth.
II. in pl. folds in a garment, Eur.